Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η εντυπωσιακή βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της Ελλάδας και η σημαντική μείωση του πολιτικού κινδύνου είναι οι δύο παράγοντες που ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την τεράστια αλλαγή στο επενδυτικό κλίμα που βλέπουμε από την επομένη των ευρωεκλογών. Η αξιοσημείωτη ένταση με την οποία οι επενδυτές καλωσορίζουν την πολιτική αλλαγή στη χώρα αποδεικνύει ότι το οικονομικό πρόγραμμα του Κ. Μητσοτάκη θεωρείται ως το καταλληλότερο για να ενισχυθεί η ανάπτυξη αφού στο τέλος της ημέρας οι επενδυτές βάζουν τα χρήματά τους εκεί που πιστεύουν ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα.
Στο ίδιο πλαίσιο, το εκκωφαντικό ράλι που συνεχίζεται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας δεν σημαίνει ότι λύθηκαν εν μία νυκτί όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας αλλά ότι οι επενδυτές πιστεύουν πως η Ελλάδα θα αποκτήσει επιτέλους μια κυβέρνηση με πραγματικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, έτοιμη να εκσυγχρονίσει το κράτος, να εφαρμόσει μέτρα που θα ενισχύσουν την επιχειρηματικότητα, θα ξεμπλοκάρουν μεγάλες επενδύσεις και θα επιτύχουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτή την ερμηνεία δίνουν και κορυφαίοι ξένοι αναλυτές οι οποίοι παρακολουθούν τις πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική αγορά, με τον Γενικό Δείκτη του ΧΑ να «γράφει» κέρδη 37% από την αρχή του έτους και 15% από τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στην κορυφή των χρηματιστηριακών επιδόσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αγορά δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο ότι «κουράστηκε» με τον Αλέξη Τσίπρα και τις παλινωδίες του ΣΥΡΙΖΑ γενικότερα, ενώ οι ξένοι επενδυτές βλέπουν στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη έναν πολιτικό που φέρνει αέρα αισιοδοξίας και έχει την βούληση να αλλάξει επίπεδο τη χώρα και να προσελκύσει μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια. Διότι αυτό που ζητούν οι επενδυτές για να τοποθετηθούν μακροπρόθεσμα σε μία αγορά είναι σοβαρότητα, αξιοπιστία, σταθερότητα και ευελιξία. Ένα περιβάλλον δηλαδή που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι τα χαρακτηριστικά αυτά δεν θα τα αποκτήσει η ελληνική οικονομία αμέσως μετά την 7η Ιουλίου, αλλά σταδιακά, όμως οι επενδυτές έχουν μάθει να ποντάρουν σε προσδοκίες. Αυτές οι προσδοκίες είναι που στέλνουν τις τραπεζικές μετοχές στο απίστευτο ράλι του 31% από τις ευρωεκλογές μέχρι σήμερα και του 78% μέσα στο 2019. Οι τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν το μέγα ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, το οποίο εκτός από τις κινήσεις κεντρικής διαχείρισης που έχουν προταθεί από ΥΠΟΙΚ και ΤτΕ και την εφαρμογή άλλων λύσεων, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη.
Η απόλυτη απαξίωση και η ακραία αβεβαιότητα για τον κίνδυνο τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης προς τα τέλη του περασμένου έτους, μετατράπηκαν ακαριαία σε ελπίδα για την υλοποίηση των απαιτούμενων βημάτων με στόχο να επιστρέψουν οι τράπεζες στην κανονικότητα. Έτσι οι τράπεζες από «βαρίδια» του ΧΑ παίζουν σήμερα το ρόλο του «οδηγού» (χθες σημείωσαν κέρδη 6%) και όσο βελτιώνονται οι συνθήκες τόσο θα συμβάλλουν στην άνοδο.
Οι επενδυτές πιστεύουν, επίσης, ότι ο δρόμος που θα ακολουθήσει ο Κ. Μητσοτάκης θα οδηγήσει σε γενικότερη βελτίωση της οικονομίας στην Ελλάδα και θα προκαλέσει ένα κύμα τόνωσης της ψυχολογίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Έτσι σιγά σιγά το θετικό momentum στην αγορά διαχέεται από τις τράπεζες σε μεγάλο μέρος του ταμπλό.
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή είναι η τεράστια μείωση του πολιτικού κινδύνου και του country risk που βλέπουμε στα ομόλογα με το 10ετές να παραμένει με άνεση κάτω από το 3% από την 31η Μαΐου. Ο πολιτικός κίνδυνος αποτελούσε εδώ και πολλά χρόνια τη μεγαλύτερη απειλή και μία μόνιμη εστία αβεβαιότητας για την αγορά, την οικονομία και τη χώρα.
Το πολιτικό ρίσκο αποτέλεσε δε, ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, καθώς μέσω της έκρηξης που σημειώθηκε στην αβεβαιότητα κατάφερε ο Αλέξης Τσίπρας να ανέλθει στην εξουσία το 2015, ενώ ακόμη και όταν εφάρμοζε κατά γράμμα το μνημόνιο, η στρατηγική των εκούσιων καθυστερήσεων είχε ως αποτέλεσμα να συντηρείται ένα κλίμα νευρικότητας. Μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, διαμορφώνονται οι συνθήκες για τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, εξέλιξη που σε συνδυασμό με την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, αυξάνουν τις πιθανότητες να υπάρξει μία σταθερή κυβέρνηση που θα εξαντλήσει την τετραετία και θα εφαρμόσει στο ακέραιο το πρόγραμμά της.