Παρά τις αναταράξεις στα χρηματιστήρια του εξωτερικού, στο Χρηματιστήριο Αθηνών παρουσιάζεται ένα ουσιαστικό και εστιασμένο ενδιαφέρον στον τραπεζικό τομέα, από επενδυτές του εξωτερικού. Αυτό το ενδιαφέρον βασίζεται σε δύο συγκεκριμένους άξονες. Ο πρώτος άξονας, αφορά τη διαπίστωση της ποιοτικής βελτίωσης του ενεργητικού των τραπεζών, λόγω των τιτλοποιήσεων και των πωλήσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και ο δεύτερος άξονας, αφορά το γεγονός, ότι η ανάπτυξη της οικονομίας, που θα συνεχιστεί έστω και με χαμηλότερους ρυθμούς, το 2022 θα περάσει αναγκαστικά μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Έτσι μετά από πολύ καιρό, οι τράπεζες θα παρουσιάσουν σημαντικά έσοδα από τη βασική τους δραστηριότητα. Που δεν είναι άλλη, από τις δανειοδοτήσεις.
Και οι δυο άξονες μειώνουν τον βαθμό ρίσκου και κινδύνου των τραπεζικών λογιστικών καταστάσεων και των αποτελεσμάτων χρήσεως και ταυτόχρονα αυξάνουν τη σιγουριά των επαναλαμβανόμενων εσόδων που προκύπτουν από τα τοκοχρεολύσια, που καταβάλουν οι δανειολήπτες.
Ας δούμε τους στόχους έχουν θέσει οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για το 2022. Οι εκτιμήσεις για επίτευξη ρυθμού αύξησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) πάνω από το 5%, οδηγούν τα τραπεζικά επιτελεία στην υιοθέτηση στόχων πιστωτικής επέκτασης πέριξ του 8%. Αυτό σημαίνει ότι οι συστημικές τράπεζες θα βρεθούν με έναν επιπλέον όγκο χρηματοδοτήσεων γύρω στα 8 δισ. ευρώ. Είναι φανερό ότι αυτός ο όγκος θα προκύψει μέσα από τον κύκλο ζωής του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Δηλαδή, από τα νέα δάνεια που θα χορηγηθούν, αφαιρουμένων των δανείων που ωριμάζουν και αποπληρώνονται, δίχως «να κοκκινίζουν».
Μέσα σε αυτά τα δάνεια συμπεριλαμβάνονται και οι νέες τραπεζικές πιστωτικές γραμμές, που θα κινητοποιηθούν μέσα από τους ευρωπαϊκούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ως γνωστόν, η αναλογία που θα συνοδεύει τις επενδύσεις των επιχειρήσεων, που θα ενταχθούν στο Ταμείο Ανάκαμψης, ακολουθούν τον κανόνα 50-30-20.
Δηλαδή, για κάθε 100 ευρώ συνολικής επένδυσης, τα 50 ευρώ καταβάλλονται από το Ταμείο, τα 30 ευρώ από το τραπεζικό σύστημα υπό τη μορφή δανεισμού και τα υπόλοιπα 20 ευρώ καλύπτονται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Τι σημαίνει αυτή η αναλογία για τις τράπεζες;
Ότι για να προχωρήσουν οι συνολικές επενδύσεις ύψους περίπου 13,3 δισ. ευρώ μέσα στο 2022, που στηρίζονται κατά 50% σε ευρωπαϊκούς πόρους, θα χρειαστούν 4 δισ. ευρώ τραπεζικού δανεισμού.
Μάλιστα ο βαθμός ρίσκου αυτών των δανειοδοτήσεων θα είναι ιδιαίτερα χαμηλός και η πιθανότητα να οδηγηθούν τα δάνεια αυτά στην κατηγορία των «μη εξυπηρετούμενων δανείων» θα είναι αμυδρή. Και αυτό διότι τα επιχειρηματικά και επενδυτικά σχέδια θα έχουν περάσει «μέσα από πολλά κόσκινα», που λέει και η παλαιά ρήση. Θα έχουν περάσει μέσα από δομημένους μηχανισμούς υποστήριξης και ελέγχου, που έχουν ζητηθεί από τον ευρωπαϊκό παράγοντα και έχουν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από την κυβέρνηση.
Επιπλέον η αύξηση της απασχόλησης, η γενικότερη βελτίωση των εισοδημάτων, καθώς και πολύ καλή πορεία της αγοράς ακινήτων, ίσως και να φανεί ικανή να αναστρέψει την αρνητική καθαρή ροή των δανείων προς τα νοικοκυριά, κυρίως για την έκδοση στεγαστικών δανείων.
Αν σε όλα τα ανωτέρω συνυπολογιστεί και η στήριξη που παρέχεται από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον τομέα της παροχής φθηνής ρευστότητας, το μόνο πρόβλημα που παραμένει ορατό για το τραπεζικό σύστημα, είναι αυτό της ποιότητας των κεφαλαίων τους. Όμως αυτό είναι κάτι, που όπως φαίνεται, προβληματίζει περισσότερο τις εποπτικές αρχές και λιγότερο τους επενδυτές.
Και μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι οι αξιολογήσεις στις οποίες προέβη πρόσφατα μέσα στο 2022, η Deutsche Bank για τις τράπεζες και οι νέες τιμές «στόχοι» που έχουν τεθεί, μαζί με τις αντίστοιχες τιμές που είχε ήδη θέσει η JP Morgan τον Δεκέμβριο του 2021, αφήνουν σημαντικά περιθώρια κέρδους.
Έτσι ο στόχος για τη μετοχή της Eurobank, είναι από την Deutsche Bank τα 1,15 ευρώ και από την JP Morgan τα 1,30 ευρώ.
Έτσι ο στόχος για τη μετοχή της Alpha Bank, είναι από την Deutsche Bank τα 1,55 ευρώ και από την JP Morgan τα 1,60 ευρώ.
Έτσι ο στόχος για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, είναι από την Deutsche Bank τα 4,50 ευρώ και από την JP Morgan τα 4,00 ευρώ.
Έτσι ο στόχος για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς είναι από την Deutsche Bank τα 1,55 ευρώ και από την JP Morgan τα 2,00 ευρώ.