Ένα πρόγραμμα - γέφυρα το οποίο θα διαδεχθεί το έκτακτο QE Πανδημίας (PEPP) και θα διαρκέσει, αν και με μειωμένες αγορές ομολόγων της Ευρωζώνης, έως το τέλος του 2023, ετοιμάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό σημειώνει σε νέα έκθεσή της η Goldman Sachs, στην οποία αναλύει τις επιπτώσεις των αποφάσεων του ερχόμενου Δεκεμβρίου, διατηρώντας παράλληλα την πρόβλεψη ότι η πρώτη αύξηση των επιτοκίων στην Ευρώπη δεν θα έρθει πριν το 2025.
Σε κάθε περίπτωση, η συνέχιση των αγορών ομολόγων είναι πολύ θετική εξέλιξη για την Ελλάδα, καθώς όπως έχει αποκαλύψει το Liberal, τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να συμμετέχουν στο όποιο πρόγραμμα διαδεχθεί το PEPP, γιατί ΕΚΤ δεν έχει καμία πρόθεση να αποκόψει την Ελλάδα από τη γραμμή ρευστότητας που ισχύει για ολόκληρη την Ευρωζώνη, θεωρώντας ουσιαστικά ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλισμένη την «επενδυτική βαθμίδα».
Ο πρώτος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας και η ανάγκη ομαλής ανάκαμψης και ίσης αντιμετώπισης των χωρών-μελών. Επίσης, η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να λάβει μέτρα κατά της κερδοσκοπίας στα ελληνικά ομόλογα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι Ευρωπαίοι πιστεύουν πως αν δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία, η ελληνική οικονομία σήμερα θα είχε αναβαθμιστεί στην επενδυτική βαθμίδα και θα συμμετείχε κανονικά στο QE.
Η ΕΚΤ έχει δύο εναλλακτικές σύμφωνα με την Goldman. Η μία είναι να μειώσει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων που πραγματοποιεί μέσω του PEPP, έτσι ώστε να διαρκέσει περισσότερο το πρόγραμμα έως το καλοκαίρι του 2022 και όχι έως τον Μάρτιο που είναι προγραμματισμένο. Η άλλη λύση είναι να ολοκληρωθεί το PEPP κανονικά αλλά να αυξηθεί κατά περίπου 120 δισ. ευρώ το συνολικό ποσό που θα δοθεί μέσω του QE που «τρέχει» από το 2015 (APP), με αποτέλεσμα να δοθεί άτυπη παράταση και οι αγορές ομολόγων να συνεχιστούν έως το τέλος του 2023. Δύο πιθανές γέφυρες λοιπόν, η μία μέσω του PEPP και η άλλη μέσω του APP.
Στις 15 Δεκεμβρίου, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης θα κληθούν να αποφασίσουν για το μέλλον του QE Πανδημίας και γενικότερα για τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούν το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η Goldman τονίζει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωτράπεζας δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα για τον πληθωρισμό, δείχνουν ότι δεν θέλουν να συνεχίσουν στο ίδιο μοτίβο το QE, αλλά την ίδια ώρα θέλουν να διατηρήσουν τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για να μην διαταράξουν την ανάκαμψη.
Η πρώτη απόφαση που «βλέπει» για τον Δεκέμβριο η Goldman, είναι η περαιτέρω μείωση του ρυθμού μηνιαίων αγορών για το α’ τρίμηνο του 2022, στα 50 δισ. ευρώ, έναντι 70 δις. ευρώ που εκτιμάται ότι θα είναι ο ρυθμός του τριμήνου Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου. Αυτό βέβαια μπορεί να αλλάξει αν συνεχιστεί η ανοδική κίνηση στις αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης.
Από κει και πέρα, η κρίσιμη απόφαση που καλούνται να λάβουν στην ΕΚΤ, αφορά στο καθεστώς που θα ισχύσει μετά τον Μάρτιο του 2022 όταν είναι προγραμματισμένο να ολοκληρωθεί το PEPP. Ο οίκος εκτιμά ότι τα μέλη του δ.σ. της ΕΚΤ θα συμφωνήσουν σε ένα προσωρινό πρόγραμμα-γέφυρα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα προβούν σε μεγάλη αύξηση του APP.
«Η βασική μας εκτίμηση παραμένει ότι το PEPP θα περιοριστεί σταδιακά και τα στελέχη της ΕΚΤ θα διαθέσουν τα εναπομείναντα κεφάλαια έως τα μέσα του επόμενου έτους. Η εναλλακτική είναι να εφαρμοστεί μία γέφυρα του APP, με επιπλέον π.χ. 120 δισ. ευρώ που θα διατεθούν σε έξι μήνες. Ενώ και οι δύο επιλογές υποδεικνύουν περιορισμένη προσφορά ομολόγων το 2022 σε σύγκριση με τα ιστορικά δεδομένα, η πιθανότητα της γέφυρας του APP θα αυξηθεί αν η ΕΚΤ μειώσει τις αγορές του PEPP λιγότερο από το προβλεπόμενο».
Δεδομένων των ανωτέρω, η Goldman προβλέπει ότι οι αγορές ομολόγων θα συνεχιστούν έως το τέλος του 2023 και επιμένει στην εκτίμηση ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίων θα γίνει το 2025.