Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Το υπερπλεόνασμα της Κυβέρνησης προκύπτει από τους φόρους και την αφαίρεση πόρων από την πραγματική οικονομία λέει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στέλνοντας, ταυτοχρόνως, μήνυμα με την πρώτη του έκθεση υπό την ηγεσία του Φρ. Κουτεντάκη, για τήρηση των δεσμεύσεων έναντι των δανειστών. Δεδομένου ότι νέος συντονιστής προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και κατείχε τη θέση του γενικού γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών και παρά την προσπάθεια για την τήρηση ισορροπιών, αποτυπώνεται, μέσα από την κατάθεση στοιχείων μια εικόνα που επιβεβαιώνει τα προβλήματα που δεν επιλύονται και για το λόγο αυτό μέσα από την έκθεση τίθεται και θέμα μια μίνιμουμ συναίνεσης ως προς την στήριξη του σχεδίου της Κυβέρνησης για την ανάπτυξη.
Το Γραφείο θεωρεί προτεραιότητα τη δημοσιονομική σταθερότητα με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος σημειώνοντας ότι «Η αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε μια οδυνηρή κρίση για τους πολίτες της χώρας. Συνεπώς απαιτείται μια αξιόπιστη δέσμευση ότι δεν θα επαναληφθούν οι πρακτικές του παρελθόντος».
Οι επισημάνσεις αυτές γίνονται λίγο μετά της προεκλογικού χαρακτήρα δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης για μη εφαρμογή του μέτρου που προβλέπει μείωση των συντάξεων από το 2019 και δείχνουν πως λαμβάνεται υπόψη η θέση του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, ο οποίος έχει ήδη κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Όπως τονίζεται στην έκθεση από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων και για αυτό το Γραφείο εμφανίζεται να ζητεί μια μίνιμουμ συναίνεση ως προς το αναπτυξιακό σχέδιο.
Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος.
Στην έκθεση δεν γίνεται αναφορά για το πως επιτεύχθηκε ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος το προηγούμενο έτος, καθώς και την αποτυχία της κυβέρνησης στην επίτευξη του στόχου του ρυθμού ανάπτυξης. Παρά μόνο ότι υπήρξε κοινωνικό κόστος. Συγκεκριμένα τονίζεται ότι: «δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση είχε σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τους πολίτες της χώρας. Εξ ορισμού, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα δείχνει το καθαρό αποτέλεσμα των συναλλαγών της γενικής κυβέρνησης με τον ιδιωτικό τομέα (κυρίως τον εγχώριο). Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Συνεπώς, η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές πλευρές της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης θα πρέπει να τεθούν ανοιχτά στον δημόσιο διάλογο και να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα αφενός στην ανάγκη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και αφετέρου στην ανάγκη στήριξης της ιδιωτικής οικονομίας».
Διαπραγμάτευση
Η αποφυγή εντάσεων στις διαπραγματεύσεις και καθυστερήσεων στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων είναι κρίσιμη προϋπόθεση ώστε να μην διαταραχθεί το θετικό κλίμα και να μην υπάρξει επιστροφή της αβεβαιότητα, αναφέρει το γραφείο. Η ομαλή ολοκλήρωση του προγράμματος εφόσον συνδυαστεί με την ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το δημόσιο χρέος θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και ενδεχομένως να οδηγήσει σε υψηλότερους του αναμενόμενου ρυθμούς ανάπτυξης.
Πάντως και σύμφωνα με τους αναλυτές τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου καταδεικνύουν ότι είναι απόλυτα εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος προσαρμογής για το 2018 η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Προϋπόθεση όπως υποστηρίζουν για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Σημειώνεται πάντως ότι λίγο πριν την άφιξη των δανειστών στην Αθήνα έχουν υλοποιηθεί μόλις 12 προαπαιτούμενα από τα 88 που απομένουν για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση.
Ληξιπρόθεσμα και ρυθμίσεις
Tο Γραφείο κάνει συστάσεις για τις προσδοκίες που δημιουργούνται για την ευνοική αντιμετώπιση των οφειλετών του Δημοσίου. Όπως τονίζεται « η αυστηρότητα των φορολογικών και ασφαλιστικών αρχών στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα και να αποφεύγονται γενικευμένες «ευνοϊκές» ρυθμίσεις που δημιουργούν κίνητρα καθυστέρησης πληρωμών και προσδοκίες ευνοϊκής αντιμετώπισης και αναβολής των προστίμων, αποδυναμώνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική συμμόρφωση. Οι όροι και οι προϋποθέσεις των επιμέρους ρυθμίσεων θα πρέπει να ακολουθούν ενιαίους και διαφανείς κανόνες που θα καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο και θα εφαρμόζονται με σχετικά αυτόματο τρόπο».
Εντυπωσιακά είναι και τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, σύμφωνα με τα οποία το σύνολο των οφειλών υπολογίζονται σε 130 δισ. ευρώ και αφορά τις οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία και εφορίες (31 δισ. ευρώ ) και προς το δημόσιο (99 δισ. ευρώ αντίστοιχα), ποσό στο οποίο προστίθενται τα 95 δισ. "κόκκινων" οφειλών προς τράπεζες και τα 330 δισ. ευρώ του κρατικού χρέους.