Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Το να ακούς σιωπηλός τον συνομιλητή σου δεν σημαίνει ότι συμφωνείς μαζί του ούτε φυσικά ότι βρίσκεις τα λεγόμενα του ενδιαφέροντα.
Η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο Υπεύθυνος Ευρωπαϊκού Τομέα Τόμσεν δεν μπήκαν στον κόπο να αντιδικήσουν με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο για κάτι στο οποίο είναι σίγουρο ότι διαφωνούν.
Η Κριστίν Λαγκάρντ μίλησε και θα μιλήσει ακόμη πιο ηχηρά μετά τις εκλογές στην Βαυαρία, όχι στους Έλληνες αλλά στους υπόλοιπους υπουργούς του κρίσιμου Eurogroup της 3ης Δεκεμβρίου.
Θα τους ρωτήσει απλά αν θα τιμήσουν την υπογραφή που οι ίδιοι έχουν βάλει κάτω από το φιλόδοξο ελληνικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης χρέους ή αν θα υποκύψουν στην δεύτερη -μετά την Ιταλία- λαϊκιστική κυβέρνηση που απλώς δεν θέλει να πάει σε εκλογές με τις συντάξεις κομμένες.
Από την άλλη πλευρά, ο συνήθης ύποπτος, ο «καλός φίλος της Ελλάδας», Επίτροπος Μοσκοβισί, αφού έχασε την ευκαιρία να μπει στον αγώνα διαδοχής του Προέδρου Γιούνκερ, φρόντισε απλώς να …διαφυλάξει τα …νώτα του.
Τελικά ομολόγησε αυτό που όλοι από την αρχή γνώριζαν: Τις αποφάσεις για οποιαδήποτε αλλαγή της συμφωνίας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους μπορούν να λάβουν μόνο οι εκλεγμένοι υπουργοί οικονομικών της ζώνης του Ευρώ, οι οποίοι παρεπιμπτόντως διευθύνουν και τον ΕSM.
Η κυβέρνηση Τσίπρα πολιτεύεται στο θέμα των συντάξεων με αποκλειστικό στόχο την παραπλάνηση του εκλογικού σώματος. Αμέσως μετά την επιστροφή του από το εξωτικό Μπαλί, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πρέπει να καταθέσει τον ένα και μοναδικό Προϋπολογισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας τον οποίο θα διαβάσουν πρώτα οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών και μετά οι Έλληνες βουλευτές.
Όσον αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως καλοπληρωμένος «τεχνικός σύμβουλος» του Ελληνικού Προγράμματος γράφει και λέει πάντα τα ίδια:
«Αν υπάρχει πραγματικά δημοσιονομικός χώρος στον Ελληνικό Προϋπολογισμό, αυτός πρέπει πάντα να χρησιμοποιείται προς όφελος της κοινωνίας, των νεότερων γενιών, της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης.
Αυτό σημαίνει ότι οι υπουργοί Οικονομικών του Eurogroup, τον Δεκέμβριο θα κληθούν να απαντήσουν σ΄ένα απλό δίλημμα:
Τι βαραίνει περισσότερο;
Οι εκλογικές στρατηγικές ή τα λεφτά των φορολογουμένων τους;