Τον κώδωνα του κινδύνου για τις τρείς μεγαλύτερες προκλήσεις που δημιουργεί στη χώρα μας το δημογραφικό ζήτημα και οι οποίες άπτονται άμεσα της οικονομίας κρούουν με μελέτες που εκπόνησαν πρόσφατα, το ΙΟΒΕ και η ΔιαΝΕΟσις.
Οι τρείς αυτές προκλήσεις δεν είναι άλλες από την πορεία της αγοράς εργασίας, του ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού και της βελτίωσης της παραγωγικότητας. Η μελέτη του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα που την εκπόνησε, έχει τριπλό στόχο. Κατ΄αρχάς, να αποτυπώσει τα προβλήματα μέσω της παρουσίασης των δημογραφικών τάσεων και προοπτικών στην Ελλάδα. Δεύτερον, να παρουσιάσει αναλυτικά τις διάφορες επιπτώσεις και τις προκλήσεις της γήρανσης σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Τρίτον, να διατυπώσει προτάσεις πολιτικής με στόχο την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αναδύονται και, τελικά την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, τα στοιχεία της μελέτης δείχνουν ότι το ποσοστό απασχόλησης στα άτομα 15 έως 64 ετών στην ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται σήμερα στα ίδια περίπου επίπεδα (57%) στα οποία βρισκόταν στις αρχές του 2000. Από την άλλη πλευρά, η δεκαετής κρίση χρέους είχε ως αποτέλεσμα η πρόοδος στο ποσοστό απασχόλησης στο διάστημα 2000 έως 2008- που έφτασε στο 62% - να εξαλειφθεί.
Αγορά εργασίας
Η υποχώρηση στο ποσοστό απασχόλησης μεταξύ 2008 και 2021 επήλθε παρά τη σημαντική μείωση του πληθυσμού στις ηλικίες 15 έως 64 ετών (-9,3%) καθώς ο αριθμός των απασχολούμενων σε αυτές τις ηλικίες μειώθηκε ακόμη περισσότερο (-16,3%) στο ίδιο διάστημα.
Η υποχώρηση του συνολικού ποσοστού απασχόλησης στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας θα μπορούσε να μην επηρεάσει τον απόλυτο αριθμό των απασχολούμενων αν ο πληθυσμός αυξανόταν.Δεδομένης όμως της υποχώρησης του πληθυσμού στο διάστημα από το 2009 και μετά, η μείωση των ποσοστών απασχόλησης έχει οδηγήσει σε μείωση του αριθμού των απασχολούμενων. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, ο αριθμός των απασχολούμενων ήταν στα επίπεδα του 1998.
Παράλληλα, σύμφωνα τα στοιχεία της ΔιαΝΕΟσις εκτιμάται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια, με βάση το θετικό σενάριο και στα 8,3 με βάση το απαισιόδοξο σενάριο. Επίσης, ο πληθυσμός των μαθητών (παιδιών σχολικής ηλικίας από 3 ως 17 ετών) θα μειωθεί μετά από έντονες διακυμάνσεις, ενώ ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 7 εκατ.το 2015 σε 4,8 ως 5,5 εκατομμύρια.
Η μείωση αυτή του πληθυσμού και η μείωση του αριθμού των εργαζόμενων, όπως αναφέρει η μελέτη του ΙΟΒΕ, καθιστά απαραίτητο τον σχεδιασμό των κατάλληλων μέτρων για τα οποία απαιτείται ο εντοπισμός των ομάδων που έχουν τα περιθώρια να αυξήσουν τόσο την απασχόλησή τους ,όσο και την παραγωγικότητά τους.
Οι ομάδες αυτές, σύμφωνα με την πρόταση του ΙΟΒΕ μπορεί να οριστούν με βάση δημογραφικά χαρακτηριστικά (φύλο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, γεωγραφική περιοχή), με βάση τα παραγωγικά χαρακτηριστικά τους (π.χ. εκπαιδευτικό επίπεδο) και τη σχέση τους με την επίσημη αγορά εργασίας (άτυπες θέσεις απασχόλησης).
Παραγωγικότητα
Σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα, η αύξηση της ηλικίας των απασχολούμενων έχει επίπτωση σε αυτήν. Ενώ η άνοδος της ηλικίας συνοδεύεται συνήθως από αυξημένη εργασιακή εμπειρία, που μπορεί να επιδρά θετικά στην παραγωγικότητα, εν τούτοις μπορεί να έχει και αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα.
Με βάση τα στοιχεια της μελέτης του ΙΟΒΕ, δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η ηλικία μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα:
(α) Τα άτομα που γνωρίζουν ότι δεν έχουν μεγάλο εργασιακό χρονικό ορίζοντα μπροστά τους, δεν προσπαθούν να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και έχουν χαμηλότερη ροπή προς καινοτομία και
(β) Απουσιάζουν συχνότερα από την εργασία τους λόγω προβλημάτων υγείας.
Με δεδομένο τον παραπάνω μηχανισμό επηρεασμού της παραγωγικότητας, οι επιπτώσεις της γήρανσης στην παραγωγικότητα διαφοροποιούνται κατά επάγγελμα ή θέση εργασίας.
Αναλυτικότερα, υπάρχουν θέσεις εργασίας για τις οποίες η αύξηση της παραγωγικότητας λόγω μεγαλύτερης εμπειρίας μπορεί να υπερκεράσει τις αρνητικές επιπτώσεις από την περιορισμένη κατάρτιση. Αυτό συμβαίνει συχνά για τα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη και επαγγελματίες.
Η μελέτη της διαΝΕΟσις βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος, τονίζοντας ότι η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του έχει άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό της παραγωγικής-εργάσιμης ηλικίας, ο οποίος φθίνει συνεχώς, τόσο σε απόλυτες τιμές, όσο και ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (από 65% σήμερα περίπου στο 55% μία 35ετία αργότερα).
Η μείωση των δύο προαναφερθέντων μεγεθών αποτυπώνεται και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, ο οποίος πιθανότατα θα υπολείπεται κατά 1-1,5 εκατ. αυτού του 2015.
Οι προαναφερθείσες αναμενόμενες μεταβολές του μεγέθους του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών είναι δυνατόν να αμβλυνθούν μόνο στην περίπτωση που τα ανά ηλικία ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού παραγωγικής-εργάσιμης ηλικίας στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό αυξηθούν.
Τα ποσοστά αυτά σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά και υπάρχουν, θεωρητικά, περιθώρια περαιτέρω αύξησής τους (ιδιαίτερα στις γυναίκες και στις μεγαλύτερες ηλικίες). Αυτό φυσικά προϋποθέτει κατ’ αρχάς την ταχύτατη συρρίκνωση των υφιστάμενων ποσοστών ανεργίας και επενδύσεις κυρίως έντασης εργασίας (σε συνδυασμό πάντοτε με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας).
Ασφαλιστικό - Συνταξιοδοτικό
Αναφορικά με το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό, τα στοιχεία της μελέτης του ΙΟΒΕ δείχνουν ότι ο βαθμός εξάρτησης γήρατος ή ηλικιωμένων ενός πληθυσμού, δηλαδή το μερίδιο του πληθυσμού μεγάλης ηλικίας προς τον αντίστοιχο πληθυσμό σε ηλικία απασχόλησης, αποτελεί κομβικό δημογραφικό δείκτη, ο οποίος καθορίζει τις δυνατότητες και τους περιορισμούς σχεδιασμού ενός αποτελεσματικού συνταξιοδοτικού συστήματος.
Όσο μικρότερος είναι ο βαθμός εξάρτησης, τόσο περισσότεροι οι βαθμοί ελευθερίας σχεδιασμού ενός συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο πληροί τις βασικές αρχές. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο βαθμός εξάρτησης έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες και αναμένεται περαιτέρω επιδείνωσή του τις επόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με τις μακροχρόνιες δημογραφικές τάσεις, σε κάθε άτομο άνω των 65 ετών αντιστοιχούν περίπου εννέα, τρία και μόλις ενάμιση άτομα παραγωγικής ηλικίας 20-65 ετών το 1960, το 2020 και το 2080 αντίστοιχα.
Η απειλή της βιωσιμότητας που προκύπτει από το αυξανόμενο ποσοστό εξάρτησης γήρατος είναι μεγαλύτερη όσο περισσότερο το συνταξιοδοτικό σύστημα στηρίζεται στον διανεμητικό του άξονα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να ανταποκριθούν στις δημογραφικές προκλήσεις, τα σύγχρονα συνταξιοδοτικά συστήματα έχουν αναπτύξει ισχυρό κεφαλαιοποιητικό άξονα.
Με κατάλληλο σχεδιασμό του συνταξιοδοτικού συστήματος στη βάση συμπληρωματικών πυλώνων, επιτυγχάνεται διαφοροποίηση και περιορίζεται ο συνολικός ασφαλιστικός κίνδυνος. Στη θεώρηση ενός συστήματος τριών πυλώνων, όπου ο πρώτος είναι η δημόσια υποχρεωτική ασφάλιση, ο δεύτερος είναι η προαιρετική επαγγελματική ασφάλιση και ο τρίτος είναι η προαιρετική ιδιωτική ασφάλιση, ξεχωρίζουν οι εξής διακριτοί κίνδυνοι.
Ο πρώτος πυλώνας χαρακτηρίζεται από δημοσιονομικό (ή πολιτικό) κίνδυνο καθώς και από τον δημογραφικό κίνδυνο γήρανσης, ο δεύτερος και τρίτος πυλώνας είναι ευάλωτοι στον κίνδυνο αγοράς, ενώ ο τρίτος πυλώνας περιλαμβάνει και κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου.
Στο πλαίσιο αυτό, καθώς οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι πλήρως σχετιζόμενοι, ένα σύστημα το οποίο αξιοποιεί την συνταξιοδοτική αποταμίευση των πολιτών σε συμπληρωματικές τοποθετήσεις και στους τρεις πυλώνες, επιτυγχάνει να περιορίσει τον συνολικό ασφαλιστικό κίνδυνο προς όφελος της επάρκειας και βιωσιμότητας των παροχών.
Σημειώνεται ότι, ανεξάρτητα από τη διαφοροποίηση των παραπάνω κινδύνων, επιπλέον πρόκληση για την επάρκεια των παροχών αποτελεί η μακροβιότητα του πληθυσμού (αύξηση του προσδόκιμου ζωής), όχι τόσο ως αυξητική τάση από μόνη της, όσο περισσότερο στο βαθμό στον οποίο δεν λαμβάνεται κατάλληλα υπόψιν στην παραμετροποίηση της σχέσης εισφορών-παροχών.