«Είναι διακηρυγμένη επιλογή της ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών να φέρουμε νομοσχέδιο στο οποίο θα επεκτείνουμε τις δυνατότητες των δανειοληπτών να πάρουν δάνεια και από άλλα ιδρύματα μη τραπεζικού χαρακτήρα, που θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό και θα αναγκάσει τις τράπεζες να κατεβάσουν τα επιτόκια δανεισμού τους».
Αυτό δήλωσε στη Βουλή ο υφυπουργός Οικονομικών, Χάρης Θεοχάρης, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου.
«Σε ό,τι αφορά την αύξηση των επιτοκίων υπάρχουν καινοτόμα προγράμματα από την Αναπτυξιακή Τράπεζα για πράσινα δάνεια, ψηφιακή αναβάθμιση, δάνεια ρευστότητας ενίσχυσης επιχειρήσεων και ενίσχυσης κεφαλαίου κίνησης αλλά και συγχρόνως και το Ταμείο μικρών δανείων αγροτικής επιχειρηματικότητας το οποίο έχουν οι μικρές επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ήδη ενεργοποίησε τη δυνατότητα των Ελλήνων καταθετών να επενδύουν σε έντοκα ομόλογα του Δημοσίου και με αυτό τον τρόπο να επεκτείνουν τις επιλογές τους και στο επίπεδο των καταθέσεων και των επιτοκίων εκεί», απάντησε ο υφυπουργός Οικονομικών και συμπλήρωσε:
«Υπάρχον εναλλακτικές, γι αυτό ξεκινήσαμε και στις εκδόσεις του Δημοσίου ώστε να δώσουμε εναλλακτικές. Αν κάποιος παίρνει 0,30% ή 0,60% από την τράπεζα του μπορεί να πάρει 4% από το ελληνικό Δημόσιο. Ανακτώντας την επενδυτική βαθμίδα με όρους της ΕΚΤ οι επιλογές πια θα είναι περισσότερες και αυτό είναι η πρώτη αποστολή της κυβέρνησης. Το ίδιο θα κάνουμε και στο επίπεδο των δανείων ώστε αυτά να χαμηλώσουν και να κλείσει το spread.
Με νομοσχέδιο που θα φέρουμε το επόμενο χρονικό διάστημα, το Υπουργείο Οικονομικών θα δώσει εναλλακτικές ώστε οι δανειολήπτες να μπορούν να ”ψωνίζουν” από μεγαλύτερη γκάμα και ο ανταγωνισμός να λειτουργήσει υπέρ τους».
Ταυτόχρονα ο κ. Θεοχάρης απέρριψε την πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών χαρακτηρίζοντας την μη ρεαλιστική. «Σε καμία χώρα του κόσμου δεν έχει γίνει αυτό. Μόνο ανακοινώσεις έχουμε ακούσει. Η κυβέρνηση είναι εδώ για να δίνει λύσεις ρεαλιστικές και όχι για να ακούγονται ευχάριστα στα δελτία ειδήσεων», σημείωσε.
Απαντώντας, σε άλλη ερώτηση της βουλευτού της «Πλεύσης Ελευθερίας», Ελένης Καραγεωργοπούλου, για την αντιμετώπιση «παράνομων πρακτικών των Εταιρειών Διαχείρισης Κόκκινων Δανείων και κυρίως την άρνηση τους να ενημερώσουν τον οφειλέτη», ο κ. Θεοχάρης προανήγγειλε την κύρωση μέχρι τέλους του έτους, σχετικής κοινοτικής οδηγίας που θα αυξάνει τις υποχρεώσεις τους.
«Έχουμε δει πρακτικές οι οποίες συσκοτίζουν σε πολλές περιπτώσεις τους δανειολήπτες και δεν τους επιτρέπουν να καταλάβουν και να δουν ακριβώς τις υποχρεώσεις τους, είτε σε σχέση με τις δόσεις που έχουν είτε σε σχέση με τη συνολική τους οφειλή, ώστε να μπορούν να έρθουν σε μία συζήτηση ενημερωμένοι και να κάνουν το καλύτερο δυνατόν σε σχέση με τα συμφέροντα τους», ανέφερε ο υφυπουργός Οικονομικών και συμπλήρωσε:
«Αυτό που έχει αναδειχθεί και είναι και διακηρυγμένος στόχος της κυβέρνησης και της ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, είναι να ξαναδούμε το πλαίσιο αυτό για να αυξήσουμε τις υποχρεώσεις των Services. Η ευκαιρία για να το κάνουμε αυτό είναι η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας, την οποία έχουμε υποχρέωση να ενσωματώσουμε μέχρι τέλος του έτους.
Η οδηγία από μόνη της οδηγεί σε σειρά από υποχρεώσεις ενώ θα προστεθούν εκ νέου και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις. Από την μεριά του, το Υπουργείο Οικονομικών θα ξαναδεί το θέμα ώστε να υπάρξει διαφάνεια, καλύτερη ενημέρωση και οι δανειολήπτες να μπορούν να πάρουν τις πληροφορίες σε μία γλώσσα που την καταλαβαίνουν για να μπορούν να πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις για το συμφέρον τους».
«Ακολουθούμε στην κυβέρνηση δύο βήματα. Δίνουμε μία αναστολή δύο μηνών των πλειστηριασμών σε όλους, είτε έχουν πληγεί από τη θεομηνία είτε όχι και σε δεύτερο στάδιο, αφού έχουν ολοκληρωθεί οι καταγραφές από τα κλιμάκια του Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας, επεκτείνουμε την αναστολή για όσους αποδεδειγμένα έχουν πληγεί για άλλους τέσσερις μήνες, δηλαδή τους καλύπτουμε συνολικά για 6 μήνες από πλειστηριασμούς», συνέχισε ο κ. Θεοχάρης, απαντώντας σε παρατηρήσεις της βουλευτίνας.
Όπως είπε, «πρέπει να κρατάμε μία πολύ σωστή ισορροπία και σε σχέση με τις πράξεις αναγκαστικής πληρωμής και σε σχέση με το πόσο οριζόντια δίνουμε την προστασία».
«Αν υπάρχει οριζόντιο σταμάτημα των πλειστηριασμών το αποτέλεσμα θα είναι κανένα πιστωτικό ίδρυμα να μην δανείζει. Καμία οικονομία όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς δανεισμό από τα τραπεζικά ιδρύματα και αντίστοιχα, διότι θα υπάρχουν αθετήσεις πληρωμών και δεν θα μπορεί να κάνει πράξεις αναγκαστικής είσπραξης. Αυτό είναι ένα εργαλείο που το έχουν όλες οι χώρες όλου του κόσμου. Μπορεί να μην έχουν ίδια συστήματα με εμάς, καμία χώρα όμως δεν υπάρχει που να μην έχει αυτούς τους μηχανισμούς. Διότι όταν δεν τους έχει δεν έχει και δανεισμό. Και όταν μια χώρα δεν έχει τραπεζικό σύστημα και δεν δανείζονται οι κάτοικοι της τότε είναι μια χώρα η οποία είναι καταδικασμένη σε μαρασμό και υπανάπτυξη», υποστήριξε ο κ. Θεοχάρης.
Υπογράμμισε επίσης ότι, «σύμφωνα με τα στοιχεία του ”Γέφυρα 3”, στην πλατφόρμα του ευάλωτου οφειλέτη, μέχρι 31 Αυγούστου 2023, έχουν ολοκληρωθεί 37.007 αιτήσεις εκ των οποίων: 25.738 είναι ακυρωμένες, 7.766 είναι επιλέξιμες -και 5.151 από αυτές αφορούν το πρόγραμμα επιδότησης δόσεις- ενώ 3.603 είναι μη επιλέξιμες».
«Οι ακυρωμένες σχεδόν 26.000 και οι 51.410 μη ολοκληρωμένες είναι αιτήσεις από τις οποίες απαιτούνται ενέργειες του αιτούντος. Φαίνεται ότι δεν προχωράνε σε επόμενο στάδιο γιατί το 70% των ολοκληρωμένων αιτήσεων έχει ακυρωθεί από τους ίδιους τους αιτούντες και κυρίως γιατί δεν ήθελαν να προχωρήσουνε σε άρση του τραπεζικού και φορολογικού τους απορρήτου, βασικό προαπαιτούμενο για την οριστικοποίηση της αίτησης. Βλέπουμε και εδώ ότι σε αυτό το πλαίσιο το οποίο έχει η κυβέρνηση θεσμοθετήσει, προσπαθούν να παρεισφρήσουν και στρατηγικοί κακοπληρωτές. Και όταν μιλάμε για τους πραγματικά ευάλωτους είναι μάλλον πολύ λιγότεροι», επισήμανε ο κ. Θεοχάρης.
Τέλος, ανέφερε ότι «το πάγωμα των επιτοκίων έγινε μετά από πίεση της κυβέρνησης προς τις τράπεζες -που ήταν οι μόνες αρμόδιες να διαπραγματευτούν με την ΕΚΤ- και πράγματι έχουν ενταχθεί ήδη και επωφεληθεί περίπου 500.000 δάνεια, συνολικής αξίας άνω των 20,5 δισ.».