Του Γιώργου Φιντικάκη
Τα σύννεφα στην Ευρωζώνη θα πλήξουν σημαντικά την ελληνική οικονομία, διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος που σήμερα αναμένεται να ανακοινώσει ότι ψαλιδίζει στο 1,9% την πρόβλεψή της για τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης έναντι 2,3% που ήταν η εκτίμηση τον Δεκέμβριο.
Αυτή η μεγάλη αναθεώρηση προς τα κάτω κατά… τέσσερις ολόκληρες μονάδες και μάλιστα μέσα σε τρεις μήνες, δείχνει πως η ΤτΕ, όπως και άλλοι οργανισμοί, δεν συμμερίζονται καθόλου την κυβερνητική αισιοδοξία για τη φετινή ανάπτυξη (ο προϋπολογισμός μιλά για 2,5%), δίχως μάλιστα να μπορεί κανείς να προβλέψει τις επιπτώσεις από μια μακρά προεκλογική περίοδο.
Στην ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας για την περυσινή χρονιά, που ανακοινώνεται κατά την σημερινή τακτική της γενική συνέλευση, θα επισημαίνονται οι κίνδυνοι για την Ελλάδα από την επιβράδυνση στην Ευρωζώνη, η οποία αποτυπώνεται ήδη στις μειωμένες κρατήσεις στον τουρισμό, το βασικό στήριγμα της οικονομίας, μαζί με τις εξαγωγές.
Στην πραγματικότητα αυτό που αναδεικνύει η μεγάλη αναθεώρηση επί τα χείρω των εκτιμήσεων της ΤτΕ, είναι η παγίδα στην οποία έχει πιαστεί η ελληνική οικονομία. Σε μια χρονιά που εκτιμάται ότι θα είναι η χειρότερη μετά την τελευταία θετική τετραετία για την ευρωπαϊκή οικονομία, η Ελλάδα διακρίνεται για τη χαμηλή της παραγωγικότητα (27η θέση στις 28 χώρες της ΕΕ), μαζί με απουσία επενδύσεων, αρνητική αποταμίευση, υπερφορλόγηση, και ετήσια εξυπηρέτηση ενός υπέρογκου χρέους που ναι μεν έχει ρυθμιστεί, αλλά δεσμεύει σχεδόν το σύνολο του συμφωνημένου πλεονάσματος. Ένα μείγμα που οδηγεί σε πολιτικές επιδοματικής πελατείας, και αποτελεί τη τέλεια συνταγή για τη συνέχιση της μετανάστευσης όσων μπορούν στο εξωτερικό.
Το 1,9% ή 2% δεν είναι καθόλου ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης. Όχι μόνο επειδή θα μπορούσε να είναι 3% και πάνω από το κόστος δανεισμού της χώρας, όσο γιατί συνεχίζει να οφείλεται σε παράγοντες συγκυριακούς. Δεν είναι προϊόν επενδύσεων, παρά το συγκυριακό προϊόν των τουριστικών εσόδων, των επιδοτήσεων από τον μνημονιακό δανεισμό, και της μετατροπής των υπερπλεονασμάτων σε κυβερνητική καταναλωτική δαπάνη για επιδόματα και δημιουργία θέσεων μερικής απασχόλησης.
Τα παραπάνω δείχνουν πόσο εύκολα μπορούν να εξαερωθούν οι κόποι και οι θυσίες των μνημονιακών ετών. Το μπαράζ προεκλογικών παροχών είναι το μοναδικό καινούργιο στοιχείο στην οικονομική πολιτική που παραμένει απαράλλαχτη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Το κράτος συνεχίζει να χρωστά στους ιδιώτες, το φάντασμα των εισαγωγών έχει επανακάμψει, ενώ το στράγγισμα των κονδυλίων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων συνεχίζεται στο βωμό της δημιουργίας υπερπλεονασμάτων. Στο πρώτο δίμηνο του έτους για παράδειγμα, οι δαπάνες του ΠΔΕ ήταν μειωμένες κατά 110 εκατ. ευρώ, συνεχίζοντας στο ίδιο περυσινό μοτίβο όπου δαπανήθηκαν 500 εκατ. ευρώ λιγότερα.
Στο μέτωπο των άμεσων ξένων επενδύσεων, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, αυτές ανήλθαν πέρυσι σε 3,64 δισ. ευρώ, έναντι 3,19 δισ. στο σύνολο του 2017, δηλαδή παρουσίασαν αύξηση 13,8%. Προφανώς αυτό δεν αρκεί, αφού για να προσεγγίσει η χώρα το μέσο ευρωπαϊκό όρο πρέπει να καλύψει ένα επενδυτικό κενό ύψους 15 δισ. ευρώ, όπως ανέφερε κατά τη πρόσφατη ομιλία του στην Αθήνα ο επικεφαλής της αποστολής της Κομισιόν, Ντέκλαν Κοστέλο, κάνοντας επίσης λόγο για χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας, προβληματικό επιχειρηματικό περιβάλλον και άλλες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Το γεγονός βέβαια ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ανακαλύπτουν ξανά τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, και προτείνουν ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, όταν τόσα χρόνια ενέκριναν τη πολιτική υπερφορολόγησης και υπερπλεονασμάτων της κυβέρνησης, δεν τους απαλλάσσει από τις ευθύνες τους. Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ο αδύναμος κρίκος του συστήματος, δείχνει πόσο λάθος χειρίστηκαν την υπόθεση μνημόνια. Είτε όμως έτσι, είτε αλλιώς, καμπανάκια ηχούν για τη φετινή ανάπτυξη εξαιτίας του διεθνούς περιβάλλοντος, κι όλα αυτά όταν ο κίνδυνος να χαθεί και η ευκαιρία του 2019, από μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, είναι υπαρκτός.