Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα απέχει πολύ από την επιστροφή στις αγορές διατυπώνει η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt σε εκτενές άρθρο της για τις ελληνικές τράπεζες, ενώ όπως σημειώνει η έξοδος από το πρόγραμμα διάσωσης είναι πιο δύσβατη απ'' ό,τι ανέμενε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Πιο συγκεκριμένα, το ρεπορτάζ της εφημερίδας επικεντρώνεται στα προβλήματα που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, κυρίως λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και τα οποία προκαλούν ανασφάλεια και κρατούν μακριά δυνητικούς επενδυτές.
«Μόνο το Σεπτέμβριο οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχασαν πάνω από το 25% της χρηματιστηριακής τους αξίας. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες μάλιστα οι απώλειές τους αθροίζονται σε πάνω από 40%. Ο τραπεζικός δείκτης της Αθήνας υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 31 μηνών. Και αυτό ενώ την άνοιξη πολλοί επενδυτές ήλπιζαν ακόμη σε ένα ράλι τιμών των τραπεζικών μετοχών. Τον Απρίλιο τα ινστιτούτα πέρασαν το εσπευσμένο τεστ αντοχής της ΕΚΤ. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος βοήθειας στα τέλη Αυγούστου η Ελλάδα φαινόταν να αφήνει την κρίση πίσω της. Ωστόσο, η έξοδος από το πρόγραμμα είναι πιο δύσβατη απ'' ό,τι ανέμενε η κυβέρνηση. Η οικονομική ανάπτυξη του δευτέρου τριμήνου απογοήτευσε. Οι πολιτικές αναταράξεις στην Ιταλία και η νομισματική κρίση στη γειτονική Τουρκία πιέζουν τις τιμές των ελληνικών ομολόγων. Η χώρα απέχει σημαντικά από την επιστροφή στις κεφαλαιαγορές».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, «αυτό καθιστά ακριβότερη και την ανακεφαλοποίηση τραπεζών και περιορίζει τη ρευστότητά τους. Αυτό όμως που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανασφάλεια στους επενδυτές είναι οι καταγεγραμμένοι στους τραπεζικούς ισολογισμούς κίνδυνοι που απορρέουν από τα δάνεια», γράφει η εφημερίδα αναφερόμενη στη συνέχεια αναλυτικά στο τεράστιο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) που σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας κυμαίνονταν τον Ιούνιο στο 47,6% επί του συνόλου των χορηγηθέντων δανείων.
Όπως σημειώνεται, οι ελληνικές τράπεζες δεσμεύτηκαν έναντι της ΕΚΤ να περιορίσουν δραστικά το ύψος και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Την ίδια ώρα όμως o ευρωπαϊκός Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός φέρεται να ζητά από τις τράπεζες να επιταχύνουν τη σχετική διαδικασία.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, μπορεί οι ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν ακόμη επαρκή κεφάλαια, ακόμη και για το σενάριο μιας ύφεσης, ωστόσο «στα τέλη Αυγούστου δημοσίευσαν απογοητευτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι χορηγούν όλο και λιγότερα δάνεια, έχουν και μικρότερο κέρδος. […] Στις τάξεις των επενδυτών εντείνονται οι φόβοι ότι ενδεχομένως οι τράπεζες να χρειαστούν μεγάλες κεφαλαιακές ενέσεις. Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές […]. Είναι αμφίβολο εάν ιδιώτες επενδυτές θα τις τροφοδοτούσαν με νέα κεφάλαια. Οι πρόσφατες απώλειες των ελληνικών τραπεζικών μετοχών αντικατοπτρίζουν κυρίως την ανησυχία ότι θα μπορούσε να ακολουθήσει ενδεχομένως ένα bail- in - να κληθούν να συνεισφέρουν δηλαδή οι πιστωτές- και εντέλει η κρατικοποίηση των ιδρυμάτων».