Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Η κυβέρνηση δεν πανηγυρίζει και -κυρίως- δεν αλλάζει ούτε θα αλλάξει τους ονομαστικούς στόχους του Προϋπολογισμού. Επισήμως ο στόχος για το δημοσιονομικό πλεόνασμα, φέτος και του χρόνου διατηρείται στο ασφυκτικό 3,5% επί του ΑΕΠ.
Η επίτευξη αυτού του στόχου ωστόσο θα είναι πολύ πιο εύκολη, μόλις ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις με τους “θεσμούς” και κυρίως μόλις η κυβέρνηση αποδείξει την πραγματική προσήλωσή της στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πραγματικά αλλάζουν την δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Το πολιτικό πλαίσιο της συμφωνίας έχει ήδη διαμορφωθεί μετά τις συναντήσεις του Πρωθυπουργού στο Βερολίνο, το Παρίσι και τη Χάγη.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες όμως θα διαμορφωθούν πολύ αργότερα, αφού πρώτα σχηματισθεί η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού ολοκληρωθεί η 4η Αξιολόγηση από τους “θεσμούς” ώστε τελικά να καταλήξουμε σε μια ολοκληρωμένη πολιτική απόφαση από τους Υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης, στα τέλη του έτους.
Για να γίνουν όλα αυτά πρέπει να εγκριθούν οι νέοι Επίτροποι από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τις νέες πολιτικές ισορροπίες, να “περάσει τις σημερινές εξετάσεις” των Ευρωβουλευτών η νέα Διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ και να γίνει δεκτή η νέα φιλοσοφία της Προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει δηλώσει στο Ευρωκοινοβούλιο «πως θα χρησιμοποιήσει όση ευελιξία της επιτρέπουν οι κανονισμοί» για να προωθήσει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις.
Αυτό ακριβώς είναι και το επιχείρημα της Ελλάδας.
Σε πρώτη φάση η Ελλάδα επιδιώκει -και ήδη έχει δημιουργηθεί ευεπίφορο έδαφος- να θεωρούνται οι επιστροφές των κερδών των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών από τα Ελληνικά Ομόλογα (τα περιβόητα SMPs και ANFAs) ως «Έσοδα του Προϋπολογισμού» και επομένως να διευκολύνουν τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει τα έσοδα από τα κέρδη των ομολόγων να καταγράφονται στο κονδύλι του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) που χρηματοδοτεί αναπτυξιακές δραστηριότητες και όχι καταναλωτικές δαπάνες του Προϋπολογισμού.
Επειδή όμως σήμερα δεν υπάρχουν αρκετά “ώριμα” έργα προς χρηματοδότηση από το ΠΔΕ (γι''αυτό και η απορρόφηση του ΕΣΠΑ είναι στα τάρταρα αντιθέτως με τις θριαμβολογίες του Αλέξη Χαρίτση) ο Υπουργός Οικονομικών θα καταχωρίσει το ποσό των SMPs και ANFAs ως επενδυτική δαπάνη για συγκεκριμένες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες όπως π.χ. για νέα μεγάλα έργα υποδομών.
Με απλά λόγια, εφόσον γίνει τελικά αποδεκτή αυτή η ρύθμιση, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% αυτομάτως “διευκολύνεται” κατά 0,8% του ΑΕΠ ή 1,2 δισ Ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός θα προσπαθεί να δημιουργήσει πλεόνασμα 2,7% και όχι 3,5% ανεξάρτητα με τις συμβατικές υποχρεώσεις, εφόσον βεβαίως η Ελλάδα υλοποιεί ταυτόχρονα τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί.
Oι Βρυξέλλες μπορούν να δεχθούν ώστε να αφαιρείται ένα μέρος από τις παραγωγικές, επενδυτικές δαπάνες από τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις στην Ελλάδα μείωναν κάθε χρόνο το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) για να επιτυγχάνουν τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος ή υπερ-πλεονάσματος.
Ούτε μία χρονιά επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ δεν υλοποιήθηκε ο –πάντα μετριοπαθής- στόχος του Προϋπολογισμού για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Με τον τρόπο αυτό όμως, μια χώρα που έχει τεράστια ανάγκη άμεσων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, ουσιαστικά έκοβε τα πόδια της ενώ έπρεπε να αυξήσει την ταχύτητά της.
Η Ελλάδα σήμερα έχει αλλάξει στρατηγική.
Δεν ασχολείται με τη λογιστική και το κλάσμα του Χρέους ως προς το ΑΕΠ. Η Ελλάδα σήμερα δίνει βάρος στην Ανάπτυξη και τις νέες θέσεις εργασίας.
Ο νέος Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) Μιχάλης Αργυρού στη σημερινή του πρεμιέρα στο EuroWorking Group πρέπει πρώτα να δώσει στοιχεία και αποδείξεις για την ομαλή εκτέλεση του φετινού Προϋπολογισμού και αμέσως μετά να αποδείξει την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης για την ολοκλήρωση της 4ης Αξιολόγησης των “θεσμών” το συντομότερο δυνατό.
Θα τους δείξει τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους έχει υποχωρήσει στο 1,4%, δημιουργώντας έναν επιπλέον δημοσιονομικό χώρο της τάξης τουλάχιστον του 0,5% του ΑΕΠ.
Η αξιοπιστία στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων είναι ο κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας αυτής της νέας στρατηγικής...