Του Βασίλη Γεώργα
Αν νομίζει κανείς πως στην Ελλάδα ξεμπερδεύουμε σύντομα με τα δημοσιονομικά μέτρα και τα μνημόνια πιθανόν διαβάζει λάθος τα πράγματα.
Τα μηνύματα που εκπέμπονται από όλες τις πλευρές των δανειστών δείχνουν πως η 3η αξιολόγηση προετοιμάζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος της διαδρομής να οδηγεί σε ένα ακόμη διετές μνημόνιο με τη μορφή πιστοληπτικής γραμμής ενισχυμένων όρων, και σε ταχύτερη εφαρμογή των φορολογικών μέτρων και των περικοπών στις συντάξεις που επρόκειτο να ισχύσουν το 2019-2020.
Το ερώτημα είναι αν σε μια τέτοια εξέλιξη θα είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που θα πιει μέχρι τέλους το πικρό ποτήρι ή θα επιλέξει να καταγγείλει τους δανειστές ότι επιδιώκουν την αποσταθεροποίησή της και θα προσφύγει σε πρόωρες κάλπες για να αποφύγει μια πιθανή συντριβή. Το 2018 θα είναι καθοριστική χρονιά γιατί όλα δείχνουν ότι ενώ η Ελλάδα θα βγαίνει τυπικά από το τρίτο μνημόνιο και η κυβέρνηση είχε σχεδιάσει να παίξει τα ρέστα της, ουσιαστικά η χώρα θα μπαίνει σε ένα τέταρτο πρόγραμμα, ενώ πριν καλά–καλά γίνει αντιληπτή η «επιστροφή στην ανάπτυξη» οι πολίτες θα κληθούν πιθανότατα να πληρώσουν το μάρμαρο των νέων εισπρακτικών μέτρων που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ελπίζοντας θα τα εφαρμόσει κάποια άλλη κυβέρνηση το 2019 και το 2020.
Για το πρώτο, αυτό της δέσμευσης της χώρας σε μια νέα γραμμή χρηματοδότησης ECCL που απορρίπτει δημοσίως ο Αλ. Τσίπρας αλλά θεωρεί αναπόφευκτη ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, βοά πλέον και ο γερμανικός τύπος. Στο σύνολό τους οι δανειστές συμπεριλαμβανομένης και της ΕΚΤ, θεωρούν αναπόφευκτο ένα νέο πρόγραμμα προληπτικής χρηματοδότησης από το 2018 ώστε η Ελλάδα να συνεχίσει να βρίσκεται υπό αυστηρή επιτήρηση από τον ΕSM και να έχει αυξημένη αξιοπιστία στην προσπάθειά της να δανείζεται έστω και μικροποσά από τις αγορές μετά το πέρας του «κανονικού» μνημονίου. Σύμφωνα με πηγές της ευρωζώνης, η οικονομική ατζέντα της συνάντησης Τσίπρα-Macron θα περιλαμβάνει και αυτή την πτυχή περί ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας από τον ESM μετά το 2018, την οποία συμμερίζεται ο γάλλος πρόεδρος ως θιασώτης της μελλοντικής μετεξέλιξης του Μηχανισμού σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι ακόμη πιο σκοτεινή για τους πολίτες αλλά και την ίδια την κυβέρνηση Τσίπρα που ήδη ανησυχεί πως οι απαιτήσεις των δανειστών τον Οκτώβριο θα τη φέρουν προ σοβαρών πολιτικών διλημμάτων.
Το «δόγμα Σόιμπλε» για πενταετή πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και η κλιμακούμενη μήνα με το μήνα αδυναμία της οικονομίας να ανταποκριθεί στους υπερβολικούς εισπρακτικούς στόχους, έχουν ήδη ανοίξει τη συζήτηση για την ταχύτερη εφαρμογή των «προληπτικών» φορολογικών και συνταξιοδοτικών μέτρων.
Το ΔΝΤ θεωρεί άπιαστους τους στόχους των πλεονασμάτων (βλέπει απόκλιση 2,3 δισ. ευρώ το επόμενο έτος) και έχει ήδη θέσει επισήμως θέμα μείωσης του αφορολόγητου ορίου από το 2019 αντί του 2020, ώστε να ισχύσει μαζί με τη νέα περικοπή των συντάξεων. Στον σχετικό νόμο που ψηφίστηκε φέτος τον Ιούνιο, προβλέπεται ρητά η δυνατότητα του ΔΝΤ να ζητήσει την εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων ένα χρόνο νωρίτερα.
Παράλληλα έχει ζητήσει να μην ισχύσει κανένα από τα ψηφισθέντα «αντίμετρα» μέχρι το 2022.
Υπάρχουν ωστόσο ολοένα και ισχυρότερες ενδείξεις πως με πολιορκητικό κριό το ΔΝΤ, το Βερολίνο θα πιέσει την κυβέρνηση να θέσει σε εφαρμογή από τις αρχές του 2018 (αντί του 2019) ένα μέρος αν όχι το σύνολο των περικοπών στις συντάξεις και στο αφορολόγητο. Οι σχετικές «διαρροές» έχουν πυκνώσει το τελευταίο διάστημα τόσο από την Ουάσιγκτον όσο και από τις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη σε βαθμό που αρκετοί πλέον να θεωρούν αναπόφευκτη αυτή την εξέλιξη. Η πορεία των δημοσίων εσόδων ως τον προσεχή Οκτώβριο-Νοέμβριο που θα συντάσσεται ο προϋπολογισμός του 2018, θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό αν και πόσα από τα μέτρα της επόμενης διετίας, θα ζητηθεί να εφαρμοστούν από το επόμενο έτος ή τι «ισοδύναμο» θα προτείνει η κυβέρνηση από το μέτωπο της άμεσης περικοπής δημοσίων δαπανών.
Η έλευση της Christine Lagarde στην Αθήνα αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές και λίγο πριν την εκκίνηση της 3ης αξιολόγησης στο τέλος Σεπτεμβρίου, δεν είναι άσχετη με αυτή τη συζήτηση για «πρόωρη» εφαρμογή των μέτρων ώστε να διασφαλιστούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και εντεύθεν. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η επιμονή του ΔΝΤ να εξεταστεί μια νέα ανακεφαλαιοποίηση στις τράπεζες, ένα θέμα που από κάποιες πλευρές ερμηνεύεται ως παρελκυστικό αίτημα του ΔΝΤ ώστε να ασκηθούν πιέσεις στο δημοσιονομικό μέτωπο.
Το ερώτημα είναι αν οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ που τα υπέγραψαν όλα στη δεύτερη αξιολόγηση με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι θα τα εφαρμόσουν «οι επόμενοι, θα μπορέσουν να διαχειριστούν πολιτικά τη βόμβα που ενδέχεται να σκάσει στα χέρια τους.
Μέχρι τώρα οι επιτελείς του Μαξίμου παρουσίαζαν το 2018 ως μια «ιδανική χρονιά» σε όρους επικοινωνιακής διαχείρισης ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να επουλώσει τις πληγές του. Θεωρητικά είναι μια χρονιά χωρίς υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, χωρίς βαριά μέτρα που χρειάζονται ψήφιση, και φυσικά η χρονιά που το μνημόνιο θα τελειώσει, η ανάπτυξη θα επιστρέψει και η χώρα θα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές.
Αυτά μέχρι την 3η αξιολόγηση. Από την ημέρα που οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν μέχρι και τη μέρα που θα τελειώσουν, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο όχι μόνο να βρεθεί χωρίς αναπτυξιακό αφήγημα το 2018, αλλά και με ένα σάκο που αντί για παροχές και αντίδωρα θα περιέχει βαριά φορολογικά μέτρα και περικοπές που η ίδια ψήφισε στο όνομα μιας επόμενης κυβέρνησης, αλλά θα κληθεί η ίδια να υλοποιήσει ως μέρος του deal με τους δανειστές για να είναι εκείνη που θα βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια…