Του Γιώργου Σ. Σκορδίλη
Ο ξεχωριστός ρόλος που διαδραματίζει η Ελληνική ναυτιλιακή και παραναυτιλιακή βιομηχανία σε μια εθνική οικονομία η οποία βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος από το 2014 και μετά, αποτυπώνεται με σαφήνεια στην τελευταία έρευνα της PricewaterhouseCoopers (PwC), για τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του 2018.
Στην ίδια έρευνα εξάλλου γίνεται μια ευρεία αναφορά στο σύνολο των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων μεταξύ άλλων στα ομολογιακά δάνεια, στα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και στις επενδύσεις οι οποίες, όπως αναφέρει η PwC αυξήθηκαν μεν σε σχέση με το 2017, πλην όμως παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Συγκεκριμένα από τα στοιχεία της έρευνα προκύπτει ότι κατά την διάρκεια του 2018, οι Ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν επενδύσεις ύψους 5,5 δις. Ευρώ, αυξημένες κατά 7% σε σχέση με τις αντίστοιχες ξένες επενδύσεις προς την Ελλάδα, το 2017.
Ωστόσο η αύξηση αυτή, σημειώνει η έρευνα, οφείλεται σε συγχωνεύσεις και εξαγορές που διπλασιάστηκαν το 2018 (3,8 δις. Ευρώ) σε σύγκριση με το 2017 (1,9 δις. Ευρώ).
Επίσης, η PwC εκτιμά ότι για το τρέχον έτος 2019 βρίσκονται σε εξέλιξη, συγχωνεύσεις και εξαγορές ύψους 2 δις. Ευρώ που εντοπίζονται κυρίως στον ευρύτερο τομέα της ναυτιλίας και συγκεκριμένα σε λιμάνια, ναυπηγεία και μαρίνες, ενώ αναμένονται και έσοδα ύψους 2,7 δις. Ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Δεν παραλείπει ωστόσο να αναφέρει ότι η σημαντικότερη ιδιωτικοποίηση που έχει γίνει ως σήμερα, ήταν αυτή που σημειώθηκε κατά την διάρκεια του 2016 και αφορούσε στην εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ΟΛΠ Α.Ε. από την COSCO.
Μόλις πρόσφατα μάλιστα η ΟΛΠ Α.Ε. ανακοίνωσε για το 2018 έσοδα ύψους 132,9 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 19,2% σε σχέση με τα έσοδα του 2017.
Τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν σε διπλάσια επίπεδα στα 42,3 εκατ. Ευρώ έναντι 21,2 εκατ. Ευρώ το 2017 και τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 147% στα 27,9 εκατ. Ευρώ έναντι 11,3 εκατ. Ευρώ του 2017.
Η Ελληνική ναυτιλιακή υπερδύναμη
Το 2018 εξάλλου, οι Έλληνες διαχειριστές πλοίων αύξησαν κατά 75,5 % τις παραγγελίες τους σε νέα πλοία για να καταστούν έτσι οι πρώτοι εφοπλιστές σε παραγγελίες πλοίων παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των Clarksons το 2018, οι Έλληνες υπέγραψαν συμβάσεις κατασκευής νέων πλοίων αξίας περίπου 9,5 δις δολαρίων, έναντι συμβάσεων αξίας 5,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχαν υπογράψει το 2017, την ίδια ώρα που σε παγκόσμιο επίπεδο οι συμφωνίες για τη ναυπήγηση νέων πλοίων έχουν μειωθεί κατά 6,6%.
Έτσι το 2018 βρέθηκαν στην πρώτη θέση από την τέταρτη που ήταν το 2017 αφήνοντας πίσω τους υπερδυνάμεις όπως η ΗΠΑ (7,4 δισ. Δολάρια, πτώση 51,4%), η Ιαπωνία (7,3 δισ. Δολάρια) και η Κίνα (5,4 δισ. Δολάρια).
Ταυτόχρονα, το 2018 η τρέχουσα εμπορική αξία του εμπορικού στόλου των Ελλήνων αυξήθηκε πάνω 5 δισεκατομμύρια δολάρια σπάζοντας έτσι το φράγμα των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε το 2017.
Η Ιαπωνία παραμένει στη δεύτερη θέση των κορυφαίων ναυτιλιακών χωρών, ενώ η εμπορική αξία του στόλου της εκτιμάται σε 94,72 δισ. Δολάρια.
Ο κινεζικός εμπορικός στόλος μεταξύ του 2017 και του 2018 σημείωσε την μεγαλύτερη αύξηση σε τρέχουσα αξία κατά 6,3 δισ. δολ. φτάνοντας λίγο πάνω από τα 90 δισεκατομμύρια δολάρια.
Με ευκολία διαπιστώνει κανείς πως οι επενδύσεις τόσο των Κινέζων, όσο και των Ελλήνων διαχειριστών πλοίων είναι σημαντικές με την μόνη διαφορά πως οι Έλληνες προβληματίζονται από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ελήφθη στις 14 Φεβρουαρίου, να ελέγξει τις κινεζικές επενδύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως στους τομείς της τεχνολογίας και των υποδομών.
Σύμφωνα με τα όσα συζητήθηκαν στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα διερευνήσει τις ξένες επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς και θα εκφράσει την άποψή της σχετικά με το αν υπονομεύουν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Αν και η Κίνα δεν κατονομάζεται στα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι ξεκάθαρο ότι στόχος των Βρυξελλών είναι η επενδυτική πολιτική του Πεκίνου την οποία κάποιοι στην Ευρώπη, κυρίως στον Βορρά, την θεωρούν ιδιαίτερα επιθετική.
Συνεπώς δεν ξενίζει κανέναν το γεγονός πως υπέρ του ελέγχου των κινεζικών επενδύσεων έχουν ταχθεί η Γαλλία και η Γερμανία, καθώς και η προηγούμενη ιταλική κυβέρνηση, ενώ κατά του ελέγχου έχουν ταχθεί η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μάλτα και η Πορτογαλία.