«Αλλάζει πίστα» η ελληνική αγορά τροφίμων και δη οι εταιρείες με ισχυρό εξαγωγικό portfolio μετά τη συμφωνία για την εξαγορά της Chipita από τη Mondelez, έναντι 2 δισ. δολ ή 1,6 δις.ευρώ. Η συμφωνία αποκτά εμβληματικό χαρακτήρα και λαμβάνει τη θέση σηματωρού για επόμενες εξαγορές τόσο σε ό,τι αφορά το τίμημα όσο και τα κριτήρια επιλογής από του επενδυτές των υπό εξαγορά εταιρειών.
Η εμβληματική συμφωνία καταδεικνύει την ψήφο εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στη χώρα και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έχει αλλάξει η εικόνα της οικονομίας, του επιχειρείν αλλά και των ελληνικών εταιρειών βάζοντας την Ελλάδα ψηλά στους σημαντικούς επενδυτικούς προορισμούς.
Το ύψος του τιμήματος, καθώς η Chipita πουλήθηκε έναντι ποσού που αντιστοιχεί σχεδόν σε 3 φορές τον τζίρο της και περίπου 20 φορές τα κέρδη προ φόρων της με βάση τα στοιχεία του 2019, αλλά και με μεγάλη αύξηση της αποτίμησης της μέσα σε10 χρόνια από όταν η MIG την είχε πουλήσει στους σημερινούς μετόχους έναντι 730 εκατ. ευρώ, αποτελεί το μεγαλύτερο στην ελληνική αγορά στο ευρύτερο επιχειρείν, εκτός τραπεζών.
Το mega deal για την εξαγορά της Chipita από την αμερικανική Mondelez, έρχεται στην ελληνική αγορά σε μια σημαντική συγκυρία όπου έχει προηγηθεί η εξαγορά της Vivartia, της Εθνικής Ασφαλιστικής, και έπονται μεγάλες ανακατατάξεις στην επιχειρηματική σκακιέρα με τις εταιρείες που έχουν θωρακίσει παραγωγή αλλά και αγορές να αποτελούν πρώτο στόχο μεγάλων διεθνών παικτών.
Πηγές της αγοράς σημείωναν στο Liberal Markets ότι η ολοκλήρωση της συμφωνίας και κατ επέκταση των συναλλαγών που την ακολουθούν δεν είναι κάτι εύκολο και απαιτείται σειρά εγκρίσεων από ρυθμιστικές αρχές 11 χωρών αλλά και συλλογικών αρχών όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ένα εγχείρημα που πέρα από την εμπλοκή των Chipita και Mondelez International, εμπλέκονται μεγάλα βιομηχανικά «ονόματα» της Σαουδικής Αραβίας, του Μεξικό και της Μαλαισίας, όπου διατηρεί κοινοπραξίες η Chipita που συμπεριλαμβάνονται στο deal κάνοντας το εγχείρημα ιδιαίτερα πολύπλοκο.
Σύμφωνα δε με τις ίδιες πηγές, υπό την προϋπόθεση ότι θα δοθούν όλες οι απαραίτητες εγκρίσεις των αρχών ανταγωνισμού αλλά και των συνελεύσεων των εταιρειών που εμπλέκονται, η ολοκλήρωση του deal τοποθετείται χρονικά στο τέλος του 2021.
Όσον αφορά τον επιμερισμό του τιμήματος με δεδομένο ότι το 80% της Chipita ανήκει στον όμιλο Olayan, και το 12% με14% στον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ενώ το εναπομείναν ποσοστό μοιράζονται ο Αχιλλέας Φώλιας, η Μαίρη Χατζάκου και ο Στέλιος-Λαυρέντιος Φρέρης, πρώην βασικός μέτοχος της Everest, τότε η οικογένεια Olayan, θα λάβει περίπου 1,31 δισ ευρώ, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος από 200 έως 230 εκατ. ευρώ και οι λοιποί μέτοχοι, 120 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι από τη συμφωνία εξαιρούνται η ΝΙΚΑΣ και η δραστηριότητα στην Ινδία, που μένουν εκτός συμφωνίας απομένει να διευκρινιστεί πως θα φύγουν από την Chipita και τι τίμημα θα οριστεί για την εξαγορά τους, κεφάλαια τα οποία θα εκπέσουν από ότι έχει λαμβάνειν η πλευρά Θεοδωρόπουλου.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στην ινδική εταιρεία Britchips Food Ltd, ο όμιλος Britannia Industries έχει σε βάθος δεκαετίας απ’ τη σύσταση το αποκλειστικό δικαίωμα για αγορά του 40% της Chipita στην περίπτωση που η τελευταία θέλει να πουλήσει, γεγονός που αφήνει κάθε ενδεχόμενο ανοικτό για την επόμενη μέρα της συγκεκριμένης δραστηριότητας και για τον όμιλο Olayan αλλά και για τον Σ. Θεοδωρόπουλο.
Είναι σαφές ότι η απόκτηση της Chipita αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στη συνεχή επέκταση της Mondelēz International σε γρήγορα αναπτυσσόμενες κατηγορίες της αγοράς των σνακ, καθώς από την αρχή του χρόνου έχει δείξει τις διαθέσεις της που δεν είναι άλλες από το να καλύψει γεωγραφικά και προϊοντικά κενά. Ειδικότερα στις αρχές Ιανουαρίου εξαγόρασε τη Hu Master Holding, μία ανερχόμενη σοκολατοβιομηχανία στις ΗΠΑ προ ημερών ανακοίνωσε την εξαγορά της αυστραλέζικης Gourmet Food Holding η οποία δραστηριοποιείται στα σνακ και στα μπισκότα και έχει σημαντικό μερίδιο αγοράς τόσο στην Αυστραλία όσο και στη Νέα Ζηλανδία.
Το στοίχημα για τη Mondelez που αναζητά εξαγορά ισχυρών τοπικών παικτών που θα τις προσφέρουν γρήγορο τζίρο από τα δικά τους σήματα, περαιτέρω αύξηση των μεριδίων στην ευρύτερη κατηγορία των σνακ αλλά και πρόσβαση σε δίκτυα μικρής λιανικής ώστε να τοποθετήσει τα διεθνή brand της ,είναι η δημιουργία συνεργιών μεταξύ των εταιρειών και σημάτων που διαθέτει αλλά και αυτών που προστίθενται.
Στην περίπτωση της Chipita η αγορά στόχος είναι κυρίως αυτή της Ανατολικής Ευρώπης όπου κυριαρχεί με τα κρουασάν της όμως οι Αμερικάνοι δεν παραβλέπουν ότι η ελληνική εταιρεία έχει καταφέρει να έχει παρουσία συνολικά σε 56 χώρες μέσα από 14 μονάδες παραγωγής και εμπορικά γραφεία σε άλλες έντεκα.
Επίσης, ένα από τα βασικά όπλα της Chipita είναι ότι στο χαρτοφυλάκιο της διαθέτει πιο προσιτές προς τους καταναλωτές προτάσεις από τις αντίστοιχες της Mondelez.