Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία για την εθνική ασφάλεια, αλλά και για την ανάπτυξη μιας στιβαρής αμυντικής βιομηχανίας, με ουσιαστική συνεισφορά στην πρόοδο της οικονομίας τις επόμενες δεκαετίες. Μια ευκαιρία, όμως, που απαιτεί να αρθεί η πολιτική ηγεσία στο ύψος των περιστάσεων και να αποφύγει τα σφάλματα του παρελθόντος.
Οι δραματικές γεωπολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη, στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία και της νέας εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στη δεύτερη θητεία Τραμπ, συμπίπτουν χρονικά με τις αποφάσεις που θα πρέπει να λάβει η Αθήνα για το εξοπλιστικό πρόγραμμα της επόμενης 12ετίας, συνθέτουν τις βασικές παραμέτρους ενός νέου σκηνικού για την εθνική μας άμυνα και φέρνουν επιτακτικά στο προσκήνιο την ανάγκη ενίσχυσης της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Η Ευρώπη προσπαθεί να ανταποκριθεί με ταχύτητα στην πιεστική ανάγκη να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την άμυνά της απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, καθώς ο Τραμπ έχει εκδηλώσει με πολλούς τρόπους την πρόθεσή του να αποδυναμώσει το NATO, αν όχι να το διαλύσει, αποσύροντας την αμερικανική ομπρέλα ασφάλειας από την Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι, όπως όλα δείχνουν, θα είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν και την επιτήρηση όποιας ειρηνευτικής συμφωνίας για την Ουκρανία προκύψει από τις πρωτοβουλίες Τραμπ.
Μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, οι Βρυξέλλες και οι εθνικές κυβερνήσεις συμφώνησαν ήδη σε ένα πρόγραμμα επανεξοπλισμού της Ευρώπης (ReArm Europe) με δύο βασικές συνιστώσες:
- Τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας, ώστε τα κράτη να μπορούν να δανείζονται περισσότερο για να ενισχύσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Με αυτό το μέτρο, η Κομισιόν υπολογίζει ότι τα επόμενα χρόνια θα ανοίξει χώρος για δαπάνες 650 δισ. ευρώ, που θα κατευθυνθούν κυρίως σε νέους εξοπλισμούς.
- Τη δημιουργία ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου, με «δύναμη πυρός» 150 δισ. ευρώ, μέσω του οποίου θα προσφερθεί φθηνός δανεισμός στα κράτη για εξοπλιστικές δαπάνες. Συνολικά, αυτό το πρόγραμμα θα κινητοποιήσει κεφάλαια 800 δισ. ευρώ.
Πρέπει να τονισθεί ότι αυτές οι αποφάσεις σηματοδοτούν μια δικαίωση της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υποστηρίξει έντονα την ανάγκη να χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί κανόνες για να ανοίξει χώρος για μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες. Η νέα γερμανική ηγεσία κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση, έστω με καθυστέρηση, όταν αντιλήφθηκε ότι η πολιτική Τραμπ θέτει επιτακτικά την ανάγκη να αναλάβει η Ευρώπη μεγαλύτερη ευθύνη για την άμυνά της.
Το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα
Αυτές οι θεαματικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο «τρέχουν» παράλληλα με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταρτίσει ένα εθνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα με μεγάλη διάρκεια, 12 ετών, με το οποίο οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας θα πρέπει να θωρακισθούν για να αντιμετωπίσουν όλες τις προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας, όχι μόνο πλέον σε σχέση με την εξ ανατολών απειλή, αλλά και για να πάρει η Ελλάδα μια ισχυρή θέση στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό.
Ήδη η Τουρκία έχει ενισχύσει αποφασιστικά τη γεωπολιτική της θέση, αξιοποιώντας το εκτόπισμα της αμυντικής της βιομηχανίας. Το σύμπλεγμα αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας αριθμεί σήμερα περίπου 3.500 επιχειρήσεις, ενώ το 2024 πέτυχε εξαγωγές αξίας 7,154 δισ. δολ., αυξημένες κατά 30% σε σχέση με το 2023. Σε σύγκριση με το 2010 οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί περισσότερες από οκτώ φορές, καθώς τότε ανέρχονταν σε 854 εκατ. δολ.
Βασική παράμετρος του νέου εξοπλιστικού προγράμματος, όπως έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, θα είναι η ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας και η δημιουργία ενός οικοσυστήματος έρευνας – ανάπτυξης – καινοτομίας, που θα προσαρμόζει την Ελλάδα στον γρήγορο βηματισμό της τεχνολογικής προόδου στον χώρο της άμυνας.
Αυτή είναι μια προσπάθεια χωρίς περιθώρια αστοχίας:
- Τη δεκαετία 2011 – 2021, οι εξοπλιστικές δαπάνες περιορίσθηκαν δραματικά λόγω της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα και η ήδη ισχνή ελληνική αμυντική βιομηχανία να αποδυναμωθεί δραματικά.
- Από το 2021, οι εξοπλιστικές δαπάνες αυξήθηκαν και πάλι σημαντικά. Υπολογίζεται ότι την πενταετία 2021 – 2025 οι δαπάνες θα ανέλθουν σχεδόν σε 13,5 δισ. ευρώ. Όμως, από αυτή την απότομη αύξηση των δαπανών η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν είχε οφέλη. Έγιναν πολύ βιαστικά αγορές οπλικών συστημάτων «από το ράφι» της διεθνούς αμυντικής βιομηχανίας (αεροσκάφη, φρεγάτες κ.α.), για να καλυφθούν κενά από την προηγούμενη δεκαετία της λιτότητας, χωρίς να προβλεφθεί συμμετοχή ελληνικών εταιρειών.
- Αυτό σημαίνει ότι τα 25 – 30 δισ. ευρώ του νέου εξοπλιστικού προγράμματος θα αποτελέσουν την τελευταία ευκαιρία για την ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας. Αν χαθεί, η Ελλάδα θα καταδικασθεί να στηρίζει την άμυνά της αποκλειστικά σε εισαγωγές οπλικών συστημάτων, τη στιγμή που η εμπειρία από τον πόλεμο της Ουκρανίας απέδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο τη σημασία της εθνικής παραγωγής οπλικών συστημάτων. Επιπλέον, η χώρα θα χάσει την ευκαιρία να αναπτύξει μια βιομηχανία που θα μπορούσε να έχει καθοριστική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, συμβάλλοντας και στην ευρύτερη τεχνολογική πρόοδο.
Τα λάθη του παρελθόντος
Γνωστές αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η πολυετής έλλειψη χρηματοδότησης στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης έχουν οδηγήσει την ελληνική αμυντική βιομηχανία στα όρια της εξαφάνισης, με πολύ μικρή παραγωγή και ασήμαντες εξαγωγές.
Πελατειακές λογικές και κακοδιαχείριση έχουν φέρει στα πρόθυρα κατάρρευσης βιομηχανίες κρίσιμης σημασίας για την άμυνα της χώρας, όπως η ΕΑΒ και τα ΕΑΣ (πρώην Πυρκάλ). Τα δύο μεγάλα ναυπηγεία της χώρας, Ελευσίνας και Σκαραμαγκά, μόλις τώρα ανασυγκροτούνται, έχοντας περάσει σε έλεγχο ιδιωτών.
Πολλές εταιρείες με μικρότερες δραστηριότητες και διεθνείς συνεργασίες, όπως η ΜΕΚΤΑ και η Intracom Defence (που έχει αγορασθεί από ισραηλινό όμιλο) έχουν αξιόλογες δραστηριότητες σε επιμέρους τομείς της αμυντικής βιομηχανίας. Μικρότερες εταιρείες που δίνουν έμφαση στην καινοτομία, ακόμη και σε τομείς αιχμής, όπως τα drones. Η Ελλάδα διαθέτει το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας.
Αυτό που είναι απαραίτητο πλέον είναι να πάρει η εγχώρια αμυντική βιομηχανία το μερίδιο του νέου εξοπλιστικού προγράμματος που χρειάζεται για να αναπτυχθεί με βιώσιμο τρόπο τα επόμενα χρόνια. Εύλογο είναι το αίτημα των εταιρειών του κλάδου να αυξηθεί σε τουλάχιστον 30% το ποσοστό βιομηχανικής επιστροφής στις παραγγελίες οπλικών συστημάτων σε εταιρείες του εξωτερικού. Υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες να μεταφερθεί στην Ελλάδα παραγωγή και τεχνογνωσία, που θα μείνει στις ελληνικές εταιρείες για τη μελλοντική τους ανάπτυξη.
Το νέο κέντρο καινοτομίας που δημιουργεί το υπουργείο Άμυνας είναι, επίσης, εξαιρετικά σημαντικό για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, που δεν νοείται χωρίς έρευνα και καινοτομία.
Για να προχωρήσουν αυτές οι προσπάθειες, προϋπόθεση είναι η πολιτική ηγεσία να παραμερίσει τις πελατειακές λογικές και την αδιαφάνεια του παρελθόντος στη διαχείριση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και να λειτουργήσει με αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια, υλοποιώντας ένα πολύ σύνθετο πρόγραμμα με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα.
Χρειάζεται, όμως, και κάτι πρόσθετο: Να δείξει η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία την εμπιστοσύνη που αρμόζει στις ελληνικές βιομηχανίες. Το παράδειγμα των Ναυπηγείων Ελευσίνας, που έχουν μπει σε μια νέα τροχιά ανάπτυξης μετά την εξυγίανσή τους από την Onex, όπως είχα προσωπικά την ευκαιρία να διαπιστώσω σε πρόσφατη επίσκεψη με την ιδιότητα του γραμματέα του Δήμου Ελευσίνας, είναι χαρακτηριστικό: η δραστηριότητα τους στον τομέα της επισκευής αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και είναι αναγκαίο να τους δείξει εμπιστοσύνη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία για να επανέλθουν στα εξοπλιστικά προγράμματα.
Η Ελλάδα βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις μεταξύ των χωρών του NATO, όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες σε σχέση με το ΑΕΠ. Όλες οι χώρες που βρίσκονται στην ίδια θέση, να δαπανούν μεγάλο ποσοστό του εθνικού τους εισοδήματος για την άμυνα, έχουν χρησιμοποιήσει αυτές τις δαπάνες για να δημιουργήσουν στιβαρές αμυντικές βιομηχανίες, με κορυφαία παραδείγματα το Ισραήλ και την Τουρκία.
Τα δεκάδες δισεκατομμύρια που θα διαθέσουμε την επόμενη 12ετία σε εξοπλιστικά προγράμματα αποτελούν μια τελευταία ευκαιρία για την ανάπτυξη της αμυντικής μας βιομηχανίας, μια ευκαιρία που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να χαθεί.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών, γενικός γραμματέας του Δήμου Ελευσίνας.