Τα ιταλικά κρατικά ομόλογα, μια αγορά που εδώ και αρκετό καιρό ξεχώριζε για την υψηλή της μεταβλητότητα, έχει εισέλθει σε περίοδο αισθητής ηρεμίας, ένδειξη σημαντικής μεταβολής στην αντίληψη των ξένων επενδυτών για τη μεγαλύτερη αγορά χρεογράφων της ευρωζώνης μεγέθους 2,3 τρισ. ευρώ.
Η μεταβλητότητα, η τάση ενός περιουσιακού στοιχείου για ακραίες αυξομειώσεις, αποτελεί αρνητικό παράγοντα για τις αποδόσεις ομολόγων μακροπρόθεσμα και η επικρατούσα ηρεμία είναι καλοδεχούμενη από τους επενδυτές σταθερού εισοδήματος.
Ο δείκτης μεταβλητότητας των ΒΤΡ, όπως αποκαλούνται στην αγορά, βασίζεται στην τεκμαρτή μεταβλητότητα των δικαιωμάτων 30 ημερών στα ιταλικά ομόλογα και έχει υποχωρήσει αισθητά από τα επίπεδα που βρισκόταν πριν ένα χρόνο, προσεγγίζοντας τη μεταβλητότητα των γαλλικών και γερμανικών ομολόγων που έχουν υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση.
Σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ο δείκτης μεταβλητότητας έχει πέσει στο χαμηλότερο του επίπεδο των τελευταίων τριών ετών.
Αυτό που συμβαίνει μοιάζει με επανάληψη της φάσης σύγκλισης που παρατηρήθηκε πριν από χρόνια, όταν οι αγορές ομολόγων της ευρωζώνης άρχισαν να πιστεύουν ότι μακροπρόθεσμα κάθε χώρα-μέλος θα είχε τη δυνατότητα να εκδίδει χρέος στα ίδια περίπου επίπεδα κόστους.
Ήταν η περίοδος πριν την κρίση χρέους του 2011-12, τότε που πιο αδύναμες οικονομίες όπως της Ιταλίας και της Ελλάδας απολάμβαναν κόστη δανεισμού που ήταν μόλις πάνω από αυτά ισχυρότερων οικονομιών όπως της Γερμανίας και της Ολλανδίας.
Το spread αυτό στις αποδόσεις όμως φούσκωσε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους αλλά και μεταγενέστερα σε περιοδικές φάσεις ξεπουλήματος, όπως πέρυσι.
Σήμερα όμως έχει κλείσει αισθητά και αρκετοί πιστεύουν πως θα διαρκέσει περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν.
Ένας σημαντικός λόγος που έχει επηρεάσει την αντίληψη των ξένων επενδυτών όσον αφορά στην Ιταλία έχει να κάνει με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και συγκεκριμένα με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων PEPP το οποίο έχει συμπιέσει το κόστος δανεισμού στη ζώνη του ευρώ.
Ένας άλλος λόγος είναι το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 800 δισ. ευρώ από το οποίο η Ιταλία θα είναι από τις πλέον ευνοημένες οικονομίες καθώς θα λάβει επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 200 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια.
Ένας τρίτος λόγος έχει να κάνει με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι τον Φεβρουάριο, εξέλιξη που ενίσχυσε τις προσδοκίες ότι η Ιταλία θα χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τους πόρους της ΕΕ για να τονώσει την ανάπτυξη της οικονομίας της.
Οι λόγοι αυτοί έχουν πιέσει τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων προς τα κάτω, παρόλο που η πανδημική κρίση εκτιμάται ότι θα αυξήσει το δημόσιο χρέος της χώρας, το δεύτερο μεγαλύτερο ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη, προς το 180%.
«Πιστεύουμε ότι η αγορά έχει υποεκτιμήσει τις επιπτώσεις του σχεδίου ανάκαμψης, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ιταλίας και ο Ντράγκι έχει υποσχεθεί και θα υπερ-αποδώσει», αναφέρει σε έκθεση της η Morgan Stanley.
Δεν είναι μόνο ότι οι δείκτες μεταβλητότητας δείχνουν πως τα ιταλικά ομόλογα συγκλίνουν με τα υψηλότερης διαβάθμισης χρεόγραφα άλλων χωρών.
Οι αποδόσεις των ιταλικών και των γερμανικών ομολόγων έχουν κινηθεί μαζί τους πρόσφατους μήνες, ένδειξη ότι οι επενδυτές θεωρούν πως η Ιταλία έχει πλέον χαμηλότερο ρίσκο, τουλάχιστον την περίοδο αυτή. Και αυτό παρά τη χαμηλότερη αξιολόγηση της Ιταλίας (Βaa3 από την Moody’s και BBB- από τη Fitch), εννέα βαθμίδες κάτω από τη βαθμολόγηση ΑΑΑ της Γερμανίας.
Σύμφωνα με την Unicredit, η συσχέτιση 75 ημερών των ιταλικών και γερμανικών ομολόγων έχει αυξηθεί στο 0,8 από 0,4 πριν την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Draghi.
Το 2018, μόλις μετά τις βουλευτικές εκλογές που ενίσχυσαν αντι-ευρωπαϊκά κόμματα η συσχέτιση ήταν στο -0,4. Η συσχέτιση μεταξύ των ισπανικών και γερμανικών ομολόγων είναι σταθερή φέτος.
«Η άνοδος της συσχέτισης ανάμεσα στις αποδόσεις των ΒΤΡ και των γερμανικών ομολόγων δείχνει ότι η αγορά βλέπει το ιταλικό χρέος ως ένα περιουσιακό στοιχείο που επηρεάζεται περισσότερο από τα γενικότερα μακροοικονομικά θεμελιώδη παρά με παράγοντες που έχουν να κάνουν με την ίδια τη χώρα», αναφέρει η έκθεση της Unicredit, προβλέποντας ότι η συσχέτιση θα διατηρηθεί στα τρέχοντα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι επενδυτές εξακολουθούν να ζητούν πριμ 100 μονάδων βάσης πάνω από τα γερμανικά ομόλογα για τη διακράτηση ιταλικού χρέους, κάτι που απεικονίζει το ρίσκο πιθανής αλλαγής του πολιτικού σκηνικού στη Ρώμη αλλά και σφιχτότερης πολιτικής από την ΕΚΤ.