Οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι μεγάλες, δυτικές εταιρείες τις παραγωγικές τους επενδύσεις.
Η διαταραχή των αλυσίδων προσφοράς, εξαιτίας του Covid-19, ιδίως στην Κίνα -κάτι που ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί, πλήρως- σε συνδυασμό με τις τεράστιες απώλειες που έφερε η βίαιη απομάκρυνση των μεγάλων δυτικών πολυεθνικών από τη Ρωσία, έχουν οδηγήσει τις εταιρείες αυτές στην πλήρη αναθεώρηση του τρόπου που υπολογίζουν και λαμβάνουν υπόψη το γεωπολιτικό ρίσκο.
Αυτό σημαίνει, πρακτικά, πως επιδιώκουν να έχουν περισσότερες παραγωγικές δυνατότητες σε χώρες της Δύσης που έχουν πολύ μικρότερο (ιδίως υπό το φως των τελευταίων γεγονότων) γεωπολιτικό ρίσκο.
Τα νέα δεδομένα, δημιουργούν μία πολύ σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα, η οποία είναι σήμερα, πλέον, εξαιρετικά ανταγωνιστική, χώρα της Δύσης, κυρίως μετά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχει κάνει η σημερινή κυβέρνηση, τα τελευταία 3,5 χρόνια.
Χάρη, άλλωστε, στις μεταρρυθμίσεις, αλλά και στις μειώσεις φόρων και εισφορών, στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα καταγράφει ραγδαία βελτίωση σε επίπεδο επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στη σχετική κατάταξη του «Economist Intelligence Unit», μεταξύ 82 χωρών.
Ταυτόχρονα, από ανάλυση του Economist προκύπτει πως η Ελλάδα έχει την καλύτερη επίδοση το 2022, μεταξύ 34 χωρών, σε πέντε οικονομικούς δείκτες (ΑΕΠ, πληθωρισμό, εύρος πληθωρισμού, πορεία του χρηματιστηρίου και δημόσιο χρέος).
Η ευκαιρία που δημιουργείται για τη χώρα μας είναι εξαιρετική, καθώς πρόκειται για επιχειρήσεις που διαθέτουν τεράστιες -σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας μας- επενδυτικές δυνατότητες, καθώς διαχειρίζονται το μεγαλύτερο κομμάτι των παγκόσμιων κεφαλαίων.
Σημειώνω ότι στα κεφάλαια αυτά, περιλαμβάνονται και μεγάλα κεφάλαια που επενδύουν χώρες εκτός Δύσης, όπως για παράδειγμα είναι οι πετρελαιοπαραγωγικές, που επιλέγουν να επενδύσουν σε αυτές τις μεγάλες, δυτικές εταιρείες.
Ήδη, η Ελλάδα, τα τελευταία 3 χρόνια, έχει καταφέρει να προσελκύσει εμβληματικές επενδύσεις από μερικές από τις σημαντικότερες εταιρείες παγκοσμίως. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των επενδύσεων της Pfizer στη Θεσσαλονίκη: Το Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας, που αναπτύσσει καινοτόμες ψηφιακές και τεχνολογικές λύσεις, που προάγουν την ανακάλυψη καινοτόμων φαρμάκων και εμβολίων για τους ασθενείς. Και το Κέντρο Επιχειρησιακών Λειτουργιών και Υπηρεσιών, που εξυπηρετεί ένα εύρος υπηρεσιών (π.χ. οικονομικές, εταιρικού μετασχηματισμού, ανθρώπινου δυναμικού).
Επιπρόσθετα, η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις χώρες, όπου η Amazon Web Services θα επενδύσει για την πρώτη επέκταση της υποδομής Local Zone (Τοπικές Ζώνες) εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Δρομολογείται, ακόμα, η δημιουργία της πρώτης Google Cloud Region (περιοχή παροχής προηγμένων υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους) στην Ελλάδα και την ευρύτερη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Μία επένδυση, με σημαντικά οφέλη για την οικονομία (εκτιμώμενη συνεισφορά στο ΑΕΠ άνω των 2 δισ. ευρώ και 20.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2030). Μερικές, ακόμη, επενδύσεις αφορούν στην κατασκευή data centers στην Ελλάδα από την Microsoft, στο Διεθνές Κέντρο Ψηφιακού Μετασχηματισμού και Ψηφιακών Δεξιοτήτων της Cisco στη Θεσσαλονίκη, στο νέο Κέντρο Καινοτομίας Πληρωμών (Payments Innovation Lab) της JP Morgan (εξαγορά Viva Wallet) κ.ά.
Τον τελευταίο χρόνο, η στάση της Τουρκίας και ο πόλεμος στην Ουκρανία, αναβάθμισαν και ενίσχυσαν, επίσης, το γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας, τόσο από στρατιωτικής όσο και από ενεργειακής πλευράς. Αυτές οι εξελίξεις, συνδυαστικά με τις πολιτικές που προαναφέρθηκαν (υλοποίηση του μεταρρυθμιστικού μας προγράμματος, μειώσεις φόρων κ.λπ.) έβαλαν, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες στο χάρτη την Ελλάδα ως χώρα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τις μεγάλες εταιρείες της Δύσης.
Με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία έχει αναβαθμιστεί 11 φορές την τελευταία τριετία και ότι είμαστε από τους πρωτοπόρους στην εκταμίευση των πόρων, στην υλοποίηση των στόχων και των οροσήμων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένας πολύ ρεαλιστικός στόχος για το 2023.
Το μόνο που μας χωρίζει, σήμερα, από την επίτευξή του είναι το τέλος της αβεβαιότητας που, αναπόφευκτα, προκαλεί ο εκλογικός κύκλος.
Με αυτά τα δεδομένα, οι επενδύσεις που καταγράφονται, ως τώρα, είναι ένα μικρό «ρυάκι» μπροστά στο «ποτάμι» επενδύσεων που έχει τη δυνατότητα να φέρει η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας. Και αυτό, διότι θα άρει το τελευταίο, μεγάλο εμπόδιο των μεγάλων διεθνών επενδυτών, που είναι η ανάμνηση της ελληνικής κρίσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στον «κίνδυνο χώρας», εξαιτίας της έλλειψης επενδυτικής βαθμίδας.
Και αυτό το «ποτάμι» επενδύσεων δεν αφορά στις διεθνείς εταιρείες που θα έρθουν εδώ. Αφορά κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, διότι θα είναι επενδύσεις που θα συμβάλουν, καταλυτικά, ώστε να «αλλάξει πίστα» η ελληνική οικονομία. Θα πυροδοτήσουν τη μόνιμη αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων και θα δώσουν την ευκαιρία στην Ελλάδα να ενταχθεί, ως πρωτοπόρος, σε μία νέα, διεθνή «κανονικότητα», όπου επανέρχεται στη Δύση ένα μέρος της παραγωγικής δυναμικότητας του παγκόσμιου, οικονομικού συστήματος.