Το ελληνικό κράτος, από τη σύσταση του, το 1830, μέχρι σήμερα, ουδέποτε κατάφερε να εντοπίσει τα ακίνητα που κατέχει, να τα καταγράψει με σαφή όρια και να τα αξιοποιήσει για το δημόσιο όφελος.
Και ίσως ούτε ήθελε να το κάνει, αφού ο κάθε υπουργός προτιμούσε να κρατά εκείνα που του επιτρέπουν να κάνει τη δική του πολιτική και να είναι αρεστός στο δικό του ακροατήριο, πλεονέκτημα που θα έχανε αν η διαχείριση γινόταν κεντρικά.
Η κρατική περιουσία είχε αφεθεί διαχρονικά στα χέρια ανθρώπων που την αντιμετώπιζαν ως μπελά, όχι μόνο δεν κατάφεραν να την προστατεύσουν, αλλά ούτε καν να την εντοπίσουν.
Εξ ου και το γεγονός ότι πολλοί έχτισαν περιουσίες πάνω σε αυτήν, ότι ένα από τα εθνικά μας σπόρ είναι οι καταπατήσεις αιγιαλών και δασών, αλλά και ότι ακόμη και σήμερα η απάντηση στο ερώτημα, ποιά και πόσα ακίνητα έχει το Δημόσιο και ποιος τα εκμεταλλεύεται, είναι στο «περίπου».
Και μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά δίχως τα Μνημόνια η κατάσταση σήμερα θα ήταν ακόμη πιο χαοτική.
Εν έτει 2023, η πιο σαφή εικόνα που έχει το κράτος για την περιουσία του είναι τα 358.000 ακίνητα, για τα οποία, έπειτα από τις πιέσεις της τρόικας την περίοδο 2013-2014, τα υπουργεία, οι οργανισμοί και οι φορείς, υποχρεώθηκαν να αποστείλουν στοιχεία στο υπουργείο Οικονομικών.
Ένα νούμερο απολύτως πλασματικό, αφού πολλά είναι διπλό - τριπλό εγγεγραμμένα, δηλαδή το ίδιο ακίνητο έχει δηλωθεί από δύο και τρία υπουργεία που το θεωρούν δικό τους, άλλα είναι καταπατημένα, τα περισσότερα έχουν λάθος όρια, πολλά είναι απλώς ανύπαρκτα.
Τα πάντα σε ένα Μητρώο
Τώρα επιχειρείται ένα νέο ξεκίνημα. Να συγκεντρωθούν τα διάσπαρτα μητρώα των υπουργείων σε ένα ενιαίο κεντρικό Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας. Να μάθει επιτέλους το Δημόσιο τι ακίνητα του ανήκουν, πως θα τα προστατέψει. Με ποια μπορεί να ασκήσει κοινωνική και στεγαστική πολιτική για νέα ζευγάρια και ευάλωτους. Πού μπορεί να αναπτύξει τεχνολογικά πάρκα και χώρους για νεοφυείς επιχειρήσεις, να αξιοποιήσει εν πάσει περιπτώσει την περιουσία του, ό,τι θα έκανε ο κάθε ιδιώτης.
Είναι τόσο αυτονόητο όσο ακούγεται; Καθόλου.
Και δεν είναι αρκετό να υπάρχει η πρόθεση του υπουργού Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, για τον οποίο το θέμα αποτελεί προτεραιότητα.
Το διαπιστώνει συχνά η νεοσυσταθείσα Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας, που έχει αναλάβει το έργο.
Κάποια υπουργεία συνεχίζουν να θεωρούν τα ακίνητα «τσιφλίκι» τους και καθυστερούν να δώσουν στοιχεία. Αλλά πάλι, τα διεκδικούν μέχρι τέλους, ακόμη και στα δικαστήρια, σκοπεύοντας να τα αξιοποιήσουν τα ίδια, άγνωστο πως.
Εν ολίγοις ένα τμήμα του Δημοσίου συνεχίζει να θεωρεί την κρατική περιουσία, βιλαέτι του. Έχει τον ίδιο τρόπο σκέψης και προσέγγισης με εκείνον περασμένων δεκαετιών, δηλαδή «ιδιοκτησιακό», απέναντι σε κάτι που δεν του ανήκει. Ένας είναι ο ιδιοκτήτης, το Δημόσιο, τα υπουργεία έχουν μόνο την αρμοδιότητα.
Έρευνα που είχε κάνει παλαιότερα ανάμεσα σε 500 ακίνητα η Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου, που διαχειρίζεται τα περίπου 70.000 είχε δείξει ότι στο 47% υπάρχουν θέματα. Και μελετητής που του ανατέθηκε να ξεκαθαρίσει ιδιοκτησιακά, νομικά και τεχνικά 10 ακίνητα του Δημοσίου, χρειάστηκε 1- 1,5 χρόνο έρευνας για να καταλήξει ότι άμεσα αξιοποιήσιμα είναι μόνο δύο. Δηλαδή το 20%.
Αυτά και μόνο υπογραμμίζουν το τιτάνιο έργο που έχει να κάνει το Δημόσιο σ' αυτό το ζήτημα. Αλλά για να αξιοποιηθεί η περιουσία, δεν είναι ανάγκη να έχει καταγραφεί το 100%.
Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να επικεντρωθεί το κράτος στα πλήρως καταγεγραμμένα. Στα πιο ωφέλιμα, στα πιο ώριμα για αξιοποίηση και εν τω μεταξύ η καταγραφή να συνεχίζεται.
Σε αυτό το νέο ξεκίνημα βρισκόμαστε σήμερα. Αυτό σημαίνει εγκατάλειψη των παλιών μεθόδων και τακτικών, που υπερασπίζονται το ίδιο υδροκέφαλο, αναποτελεσματικό, δυσκίνητο κράτος και που αντί να αξιοποιεί την κρατική περιουσία για το κοινό καλό, συμπεριφέρεται σαν να είναι δική του.
Σημαίνει, επίσης πως θα πρέπει να καταργηθούν αναποτελεσματικές διαδικασίες, να υιοθετηθούν νέες, καινοτόμες και αποτελεσματικές, να διαλειτουργήσουν επιτέλους μεταξύ τους οι διάσπαρτες πλατφόρμες καταγραφής ακινήτων στο Δημόσιο, να αξιοποιηθούν τα ψηφιακά εργαλεία.
Αλλαγή παραδείγματος, ψηφιακά εργαλεία
Στην πράξη αυτό που επιχειρείται σήμερα από τη Γ.Γ. Δημόσιας Περιουσίας είναι μια αλλαγή παραδείγματος στην άσκηση πολιτικής στην κρατική περιουσία, με σύμμαχο τη τεχνολογία : Τα πληροφοριακά συστήματα καταγραφής και αξιοποίησης των ακινήτων που έχουν αναπτύξει κάποια υπουργεία, όπως το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο του υπ. Πολιτισμού με 17.000 μνημεία, 3.100 αρχαιολογικούς χώρους και 844 ζώνες προστασίας.
Το e-Πολεοδομία, η πλατφόρμα του υπ. Περιβάλλοντος που επιτρέπει στους φορείς του δημοσίου, τους μηχανικούς και κάθε ενδιαφερόμενο ιδιώτη, να πληροφορούνται για τους όρους δόμησης συγκεκριμένων ακινήτων και για τους δρόμους, προκειμένου να τα εντοπίζουν πιο εύκολα. Ο πρόσφατος ψηφιακός κατάλογος με τα ακίνητα πρόνοιας του υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Αρκούν τα εργαλεία αυτά; Το παρήγορο είναι ότι κάποιοι στην κυβέρνηση δείχνουν να έχουν καταλάβει πως δεν μπορεί να παραμένουν θεατές, ελπίζοντας ότι το παιχνίδι θα αλλάξει από μόνο του.
Σε προ μηνός συνάντηση με στελέχη όλων των υπουργείων, με πρωτοβουλία της νέας Γενικής Γραμματέως κ. Νάγια Κόλλια παρουσία του Κ. Χατζηδάκη, τους ζητήθηκε να ορίσουν έναν εκπρόσωπο (το contact point) που θα παράσχει επικαιροποιημένα στοιχεία, αφού τα σημερινά είναι λειψά, ενώ ταυτόχρονα η κάθε νομική υπηρεσία θα εντοπίζει τις διπλό- τριπλό εγγραφές και κάθε μήνα θα αποτιμάται η πρόοδος.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο θα συνέβαλε απέναντι στις πιεστικές ανάγκες για στεγαστική και κοινωνική πολιτική, αλλά και για παραγωγικές επενδύσεις που τόσο ανάγκη έχουμε ως χώρα, η διάθεση ενός αριθμού, καθαρών και σημαντικής έκτασης ακινήτων του Δημοσίου. Αυτό θα ήταν αλλαγή.
Και η αλήθεια είναι ότι αν κάτι ταρακούνησε το κοιμώμενο μέχρι τότε Δημόσιο ήταν τα μνημόνια της προηγούμενης δεκαετίας. υποδείγματος στην πολιτική με όλο το νόημα της λέξης.
Τα μνημόνια
Η κρατική ακίνητη περιουσία είναι μια πολύ πονεμένη ιστορία στην Ελλάδα, όπως άλλωστε οτιδήποτε έχει σχέση με ακίνητα στη χώρα μας.
Το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε με το μνημονιακό νόμο 3965/2011, επί ΠΑΣΟΚ και υπουργίας Γιώργου Παπακωσταντίνου, με τη σύσταση της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας.
Το επόμενο έγινε πάλι με μνημονιακό νόμο, τον 4092/2012, οπότε υποχρεώθηκαν για πρώτη φορά όλοι οι φορείς να καταθέσουν στο υπ. Οικονομικών τα στοιχεία των ακινήτων τους. Τα μνημόνια κινητοποίησαν τη διοίκηση, τη διετία 2013- 2014 απέστειλε όσα στοιχεία είχε και το 2015 αυτά μπήκαν στην πλατφόρμα ενός Μητρώου, που μόλις είχε παραδοθεί από τον ανάδοχο.
Κάτι φαινόταν να κινείται. Λάθος. Όπως λάθος ήταν και τα περισσότερα από τα στοιχεία στις βάσεις των υπουργείων.
Ακίνητα ανεντόπιστα, δεδομένα που είχαν να επικαιροποιηθούν δεκαετίες, εκτάσεις χωρίς άδεια και τοπογραφικά διαγράμματα, πολλά διπλό και τριπλό εγγεγραμμένα (όταν δύο και τρία υπουργεία δηλώνουν το ίδιο ακίνητο), χάος.
Το 2017 μπροστά στην πίεση της τρόικας για αποτελέσματα στα ακίνητα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ συστήνει ειδική μονάδα στο υπ. Οικονομικών για να ξεκαθαρίσει τη κατάσταση, το αυτοτελές τμήμα Μητρώου Ακίνητης Περιουσίας (ΜΑΠ). Ξεκινά να λειτουργεί αρχές του 2018 με … δύο άτομα προσωπικό.
Η λίστα Τσακαλώτου
Και κάπως έτσι φτάνουμε στις 18 Ιουνίου 2018, όταν ο τότε υπ. Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος υπογράφει την περίφημη απόφαση να μεταβιβαστούν προς αξιοποίηση 10.119 ακίνητα του Δημοσίου στο ΥπερΤαμείο, του οποίου η περιουσία αποτελούσε - και αποτελεί - την εγγύηση για τα δάνεια που πήρε η Ελλάδα με το 3ο Μνημόνιο.
Στην υπουργική απόφαση για τη μεταφορά των ακινήτων στην ΕΤΑΔ, θυγατρική του ΥπερΤαμείου, αναγράφονται μόνο οι Κωδικοί Αριθμοί του Εθνικού Κτηματολογίου, (ΚΑΕΚ), χωρίς να περιγράφονται αυτά που μεταβιβάζονται και πού βρίσκονται.
Θα χρειαστεί να περάσουν τρεις μήνες για να αποκαλυφθεί ότι ανάμεσα στα ακίνητα έχουν συμπεριληφθεί ο Λευκός Πύργος, ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού, της Φαιστού, μουσεία, στρατόπεδα, αιγιαλοί, δασικές εκτάσεις, γενικώς περιουσία που ουδέποτε θα μπορούσε να μεταβιβαστεί σε μια εταιρεία.
Η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, για να ικανοποιήσει τη μνημονιακή δέσμευση, αλλά και να «δέσει» τα ακίνητα αυτά με το περίφημο μαξιλάρι των 15 δισ. που έλαβε τον Αύγουστο του 2018 ως τελευταία δόση από τον ESM στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου, εντόπισε 10.119 μεγάλες εκτάσεις από το Κτηματολόγιο και τις ενέταξε στον κατάλογο, χωρίς να ερευνήσει περί τίνος επρόκειτο.
Σε αυτόν μπήκαν ακόμη και ιδιωτικές περιουσίες, οι ιδιοκτήτες των οποίων βρέθηκαν να έχουν απέναντί τους στα δικαστήρια που ακολούθησαν όχι μόνο το Δημόσιο, αλλά και το Υπερταμείο και τον ESM.
Τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέχρι και τα τέλη του 2022, οι υπηρεσίες δεν κάνουν σχεδόν τίποτα άλλο παρά να προσπαθούν να διαπιστώσουν σε ποιον ανήκουν τα 10.119 ακίνητα, ποια υπάγονται στις εξαιρέσεις, για ποια έχουν κατατεθεί προσφυγές στη Δικαιοσύνη, κ.ό.κ.
Τρεις ανακλητικές αποφάσεις χρειάστηκε να βγουν για να κλείσει η υπόθεση και να επιστραφούν τα ακίνητα στα υπουργεία, τους φορείς και τους ιδιοκτήτες τους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μέχρι και τον Αύγουστο του 2022, οπότε και έληξε το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας για τη μετά μνημόνιο εποχή, οι υπηρεσίες του υπ. Οικονομικών στις ανά 3μηνο συναντήσεις που είχαν με τους θεσμούς, τους ενημέρωναν για την πορεία της υπόθεσης των 10.119…
Καλά θα πει κανείς, πέρα από το συγκεκριμένο μπάχαλο, τι άλλο έγινε μέσα σε αυτή την τελευταία 10ετία με την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου;
Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, ανεξαρτήτως ποια ήταν η κυβέρνηση, κάθε φορά που το υπ. Οικονομικών απευθύνονταν στα υπουργεία και τους φορείς ζητώντας τους να επικαιροποιήσουν τα στοιχεία και να καθαρίσουν τη λίστα από διπλοεγγραφές, η ανταπόκριση ήταν από ελάχιστη έως μηδενική.
Κάποιοι υπουργοί ήθελαν να τα κρατήσουν οι ίδιοι για να κάνουν τη δική τους πολιτική. Άλλοι, αρνούνταν να δώσουν στοιχεία, φοβούμενοι ότι θα καταλήξουν στο ΥπερΤαμείο. Κάποιοι, όπως ο Πάνος Καμμένος ως υπουργός Εθνικής Άμυνας, προέβαλαν το επιχείρημα ότι θα τα αξιοποιήσουν οι ίδιοι, φιλοδοξώντας να γίνουν real estate developers.
Και κάπως έτσι, με αυτή τη συνταγή του «λίγο απ’ όλα» των μνημονιακών χρόνων, ώστε να μένουν όλοι ικανοποιημένοι, και το εγχώριο ακροατήριο και οι θεσμοί, φτάσαμε στο σήμερα, με το κράτος να μην γνωρίζει ακόμη τι ακριβώς έχει.
Το παρήγορο είναι ότι σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία, πλέον το Δημόσιο έχει στα χέρια του το νόμο για τα καταπατημένα που μπορεί να βοηθήσει ώστε να ξεκαθαρίσουν πολλά από τα 358.000 ακίνητα, να κλείσει δηλαδή οριστικά το ζήτημα της αντιδικίας με το κράτος, έναντι ενός χαμηλού τιμήματος από τους ιδιώτες που τα νέμονται επί χρόνια.
Ταυτόχρονα τρέχει και το Κτηματολόγιο, όπου ακόμη υποβάλλονται ενστάσεις από υπουργεία, και του οποίου η διοίκηση έχει δηλώσει ότι στο τέλος του 2025 θα έχει ολοκληρωθεί το 98% του έργου πανελλαδικά.
Το ζήτημα για την κυβέρνηση είναι απλό: Είτε θα συμβιβαστεί με την παραδοχή ότι η αξιοποίηση των ακινήτων του Δημοσίου αποτελεί έναν άλυτο γόρδιο δεσμό, είτε θα ανεβάσει στροφές και θα επικεντρωθεί στα καταγεγραμμένα, μέσω της αξιοποίησης των οποίων μπορεί να ενισχυθεί και η στεγαστική πολιτική και να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των υψηλών ενοικίων.