Η ώρα της αλήθειας για Πάουελ, Λαγκάρντ και Xρηματιστήρια

Η ώρα της αλήθειας για Πάουελ, Λαγκάρντ και Xρηματιστήρια

Καθώς τελειώνει το 2024, το επόμενο δεκαήμερο θα είναι γεμάτο με συνεδριάσεις των διοικήσεων των κεντρικών τραπεζών και αλλαγές στα επιτόκια αναφοράς, ενώ θα μάθουμε και πώς κινήθηκε ο πληθωρισμός τον Νοέμβριο, σε πολλές μεγάλες οικονομίες. Όπως μας θύμισε χθες το Bloomberg, πολλές σημαντικές κεντρικές τράπεζες θα συνεδριάσουν από σήμερα μέχρι και την 19η Δεκεμβρίου.

Η αρχή γίνεται σήμερα, με την κεντρική τράπεζα της Αυστραλίας, η οποία δεν αναμένεται να αλλάξει τη νομισματική της πολιτική. Αύριο Τετάρτη, είναι η σειρά της κεντρικής τράπεζας του Καναδά και της αντίστοιχης της Βραζιλία. Στον Καναδά, οι αγορές περιμένουν με σχετική βεβαιότητα μείωση των επιτοκίων κατά 0,50%, καθώς η κεντρική τράπεζα ανησυχεί από την πρόσφατη αύξηση του ποσοστού ανεργίας και βλέπει τον πληθωρισμό σε υποχώρηση.

Αντίθετα, στη Βραζιλία οι αναλυτές αναμένουν αύξηση των επιτοκίων αναφοράς κατά 0,75%, καθώς ο πληθωρισμός του προηγούμενου μήνα ξεπέρασε τις εκτιμήσεις και το νόμισμα της χώρας έχει πληγεί από τις απειλές Τραμπ, για την επιβολή δασμών στις χώρες της ομάδας BRICS. Την Πέμπτη είναι η σειρά της Ελβετίας, όπου οι αγορές αναμένουν μείωση κατά τουλάχιστον 0,25%, χωρίς όμως να αποκλείουν και το 0,50%.

Την ίδια μέρα θα συνεδριάσει και η αρμόδια επιτροπή της ΕΚΤ, με τη μείωση κατά 0,25% να θεωρείται βέβαιη, εν μέσω της αδυναμίας των βασικών οικονομικών της Ευρωζώνης και της υποχώρησης του πληθωρισμού. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως ενώ αναλυτές και επενδυτές είναι βέβαιοι πως θα ακολουθήσουν και άλλες μειώσεις μέσα στους πρώτους μήνες του 2025, διστάζουν να «ποντάρουν» πως η Κριστίν Λαγκάρντ και οι συνεργάτες της θα αποφασίσουν να επισπεύσουν αυτή τη διαδικασία.

Πριν προχωρήσουμε, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στο γεγονός, πως χθες, η κινεζική οικονομική ηγεσία υπαινίχθηκε πως σκοπεύει να εφαρμόσει πιο χαλαρή νομισματική πολιτική για το 2025, στα πλαίσια της προσπάθειας τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Περνώντας στην άλλη υπερδύναμη, οι αποφάσεις της επιτροπής FOMC, η οποία καθορίζει τη νομισματική πολιτική θα ανακοινωθούν από τον διοικητή Πάουελ, την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου.

Ο διοικητής και οι συνεργάτες του, θα έχουν την ευκαιρία να λάβουν υπόψη τους και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Νοεμβρίου, τα οποία θα ανακοινωθούν από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Εργασίας, αύριο Τετάρτη. Σύμφωνα με το Barron’s και το Bloomberg, οι αναλυτές εκτιμούν πως ο ονομαστικός πληθωρισμός θα είναι στο 2,7%, σε ετήσια βάση και ο δομικός στο 3,3%. Αν δεν έχουμε κάποια σημαντική ανοδική έκπληξη από αυτό το μέτωπο, το πιθανότερο είναι πως την επόμενη Τετάρτη, θα δούμε τα αμερικανικά επιτόκια αναφοράς να μειώνονται κατά 0,25%.

Την επόμενη ημέρα θα συνεδριάσει και η επιτροπή της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας, χωρίς να αναμένεται κάποια κίνηση και της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, για την οποία οι αγορές θεωρούν πως το πιθανότερο είναι να μην αλλάξει τα επιτόκια αλλά δεν αποκλείουν την πιθανότητα και μίας μικρής αύξησής του, κατά 0,25% (μην ξεχνάμε πως μερικές φορές η αύξηση των ιαπωνικών επιτοκίων γίνεται αισθητή και αρκετά μακριά από το Τόκυο).

Είναι φανερό, πως οι διεθνείς αγορές, οι αναλυτές και οι οικονομολόγοι δεν έχουν και πολλές αμφιβολίες για το τι θα γίνει μέχρι το τέλος του χρόνου στο μέτωπο των επιτοκίων αναφοράς. Συνήθως, κάτι τέτοιο σημαίνει πως τα πράγματα είναι ομαλά και δεν υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για κάτι. Τώρα όμως, αυτό μάλλον δεν ισχύει, καθώς μπαίνουμε σε μία περίοδο με εξελίξεις που μπορεί να κάνουν πολύ πιο δύσκολη την άσκηση νομισματικής πολιτικής και να αναστατώσουν κάποια στιγμή και τα χρηματιστήρια, που μέχρι τώρα δείχνουν άτρωτα, ειδικά στις ΗΠΑ.

Αναφερόμαστε στον ερχομό του Ντόναλντ Τραμπ και στις αλλαγές που θα φέρει, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Διαβάζοντας αυτές τις μέρες τον διεθνή οικονομικό Τύπο, βλέπουμε πως στο μυαλό των κεντρικών τραπεζιτών δεν βρίσκεται πλέον μόνο η πορεία του πληθωρισμού και της απασχόλησης, αλλά και η ανησυχία και αβεβαιότητα σχετικά με τα μέτρα που θα λάβει ο Ντόναλντ Τραμπ και τις συνέπειές τους.

Μπορεί να προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές, δηλώνοντας πως δεν σκοπεύει να πιέσει τον διοικητή Πάουελ για να αποχωρήσει από τη θέση του αλλά αυτό που απασχολεί τις νομισματικές (και φυσικά και τις πολιτικές) ηγεσίες σε όλο τον κόσμο, είναι το τι θα γίνει με τους δασμούς, που έχει υποσχεθεί να επιβάλει σε όλα τα εισαγόμενα στις ΗΠΑ προϊόντα. Ήδη, όπως διαβάσαμε στο Bloomberg και το Reuters, οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά και της Βραζιλίας έχουν αναγκαστεί να μιλήσουν δημοσίως, σχετικά με αυτό το θέμα.

Ακόμα όμως και αν οι περισσότεροι συνάδελφοί τους στον κόσμο προτιμούν απλά να σιωπούν, καθώς ακόμα κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι θα κάνει τελικά ο Τραμπ, είναι βέβαιο πως στα διοικητικά συμβούλια των κεντρικών τραπεζών το ζήτημα θεωρείται πολύ υψηλής σπουδαιότητας. Όχι μόνο στα κράτη που εξάγουν προϊόντα στις ΗΠΑ, αλλά και στις ίδιες, καθώς ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος για τις διεθνείς αντιδράσεις στην ανακοίνωση των μέτρων Τραμπ. Όταν πραγματοποιηθούν οι επόμενες συνεδριάσεις των αρμόδιων επιτροπών των κεντρικών τραπεζών, θα έχει ήδη ορκιστεί ο νέος πρόεδρος και ίσως να έχουν γίνει ήδη γνωστές οι αποφάσεις του για την εμπορική πολιτική.

Με μία δόση υπερβολής, μπορούμε να πούμε πως οι κεντρικοί τραπεζίτες διανύουν τις τελευταίες ήσυχες μέρες, πριν το ξέσπασμα ενός εμπορικού πολέμου διεθνών διαστάσεων, με απρόβλεπτες συνέπειες. Λογικά, σύντομα θα αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα και η Κριστίν Λαγκάρντ με τον Τζέι Πάουελ και τους διεθνείς συναδέλφους τους, θα μάθουν πόσο πιο δύσκολη θα γίνει η δουλειά τους. Μαζί με αυτούς βέβαια, οι διεθνείς επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση οι επενδυτές και οι αγορές, θα αρχίσουν να αντιλαμβάνονται το κόστος των μέτρων του νέου προέδρου.

Μέχρι τώρα δεν φαίνεται να προβληματίζονται και πολύ, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια είναι βέβαιο πως οι επενδυτές έχουν αρχίσει να τιμολογούν κάποιες αρνητικές συνέπειες για τις τοπικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Εδώ αξίζει να δώσουμε λίγη προσοχή στα όσα είπε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, προχθές Κυριακή, σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC, όταν ρωτήθηκε για την πιθανή αύξηση του κόστους των προϊόντων για τους Αμερικανούς καταναλωτές:

«Δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα. Δεν μπορώ να το εγγυηθώ για αύριο», εννοώντας πιθανώς πως δεν μπορεί να αποκλείσει την αύξηση των τιμών στα «ράφια» των αμερικανικών καταστημάτων, μετά την επιβολή των δασμών. Με λίγα λόγια δηλαδή, και ο ίδιος παραδέχεται πως οι δασμοί του μπορεί να ανεβάσουν τον πληθωρισμό.

Όταν ακούμε κάτι τέτοιο από τον νέο πρόεδρο, πώς να μη λυπηθούμε τον Τζέι Πάουελ και όλους τους συναδέλφους του ανά τον κόσμο, καθώς θα βλέπουν εφιάλτες με τον πληθωρισμό να αναζωπυρώνεται. Και πως να μην προβληματιστούμε για το τι θα μπορεί να γίνει στα χρηματιστήρια σε μία τέτοια περίπτωση. Ναι, δεν ξεχνάμε πως είναι άτρωτα αλλά έστω και για λίγο, μπορεί να πονέσουν.