Ο φετινός χειμώνας ήταν από τους πιο ήπιους ενώ το ξεκίνημα της άνοιξης είναι από τα πιο θερμά των τελευταίων ετών. Η διαπίστωση αυτή είναι εμπειρική και έχει καθολική αποδοχή ακόμα και σε ορεινές γεωγραφικές περιοχές της χώρας μας: Η μείωση της ζήτησης σε φυσικό αέριο, η χαμηλή κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης ακόμα και τα απούλητα ξύλα σε αποθήκες δείχνουν ότι οι καιρικές συνθήκες έχουν αλλάξει.
Τις εμπειρικές διαπιστώσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν τα επίσημα στοιχεία του επιστημονικού παρατηρητήριου Copernicus που συλλέγει μετεωρολογικά δεδομένα από όλες τις ηπείρους: Το 2023 ήταν η θερμότερη χρονιά για τον πλανήτη Γη από τότε που υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα (1850), τάση που συνεχίζει και το πρώτο δίμηνο του 2024.
Μέση θερμοκρασία εδάφους (σύγκριση 2024 - 2023)
Πηγή: Copernicus Climate Change Service/ECMWF
Τα καλά νέα είναι ότι ο ήπιος χειμώνας συγκράτησε το ενεργειακό κόστος και δεν επιβάρυνε τα νοικοκυριά με υπέρογκα έξοδα θέρμανσης. Οι μετακινήσεις ευνοήθηκαν περισσότερο, ο ζεστός καιρός έδωσε τη δυνατότητα για περισσότερη κίνηση εκτός σπιτιού. Από την άλλη πλευρά όμως η εξέλιξη αυτή έχει χτυπήσει καμπανάκι για τις οικονομικές επιπτώσεις στην παραγωγή.
Είτε είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης είτε είναι προϊόν εποχικών φαινομένων (El ninio) η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός και η επίδραση της -ειδικά- στις εισηγμένες επιχειρήσεις δεν περιορίζεται μόνο στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στα νέα δεδομένα υιοθετώντας πολύ πιο αυστηρές προδιαγραφές βιώσιμης ανάπτυξης (ESG), αλλά και στην ενσωμάτωση στην αποτίμηση τους ενός νέου ασφάλιστρου κινδύνου. Αυτό της κλιματικής αλλαγής.
Η μελέτη των Thomas Dangl, Michael Halling και Stefan Salbrechter έδειξε σε βάθος 20 ετών πως τιμολογούν οι αγορές το φυσικό και κλιματικό ρίσκο. Στη μελέτη προέκυψε ότι υπάρχει στατιστική σημαντικότητα για τα γεγονότα που συνδέονται με φυσικές καταστροφές και την αποτίμηση των εταιριών. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για το ρυθμιστικό ρίσκο. Ενώ το ασφάλιστρο κινδύνου είναι θετικό πριν το 2012, γίνεται στατιστικά σημαντικά αρνητικό στην περίοδο που ακολουθεί.
Ένα χαρτοφυλάκιο long-short που είναι τοποθετημένο μακροχρόνια σε «πράσινες» εταιρείες και βραχυπρόθεσμα σε «καφέ» εταιρείες δείχνει μια εκπληκτικά ισχυρή συσχέτιση με ένα χαρτοφυλάκιο αναφοράς ταξινομημένο κατά ESG. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το κλιματικό ασφάλιστρο κινδύνου έχει πλέον κυρίαρχη επίδραση στο πως αντιλαμβάνονται οι διαχειριστές την αξία της εταιρίας.
H κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή μετάβαση παραμένουν στα κορυφαία ζητήματα που επί σειρά ετών απασχολούν το πλανήτη. Θα είναι ένα από τα κυρίαρχα ζητήματα των επόμενων ευρωεκλογών, καθώς η καταστροφική δράση πλέον των φυσικών φαινομένων οδηγούν σε σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, είναι επομένως μια υπόθεση διασυνοριακού ενδιαφέροντος.
Όλη αυτή η κινητικότητα δεν έχει περάσει απαρατήρητη, μετά από μια «αναγκαστική» παύση λόγω των γεγονότων στην Ουκρανία η συζήτηση έχει επιστρέψει με μεγαλύτερη ένταση στις χρηματιστηριακές αγορές. Εν προκειμένω η τιμολόγηση του κλιματικού ρίσκου έχει ενσωματωθεί στις αποτιμήσεις και οι εμπλεκόμενες εταιρίες δεν είναι πλέον μόνο όσες συνδέονται στενά με την παραγωγή ενέργειας.
Κλάδοι όπως τα τρόφιμα, ο τουρισμός, οι ασφαλιστικές εταιρίες και το real estate αποκτούν μεγαλύτερο ρίσκο μέσα από την κλιματική αλλαγή. Οι τράπεζες είναι πλέον υποχρεωμένες να τρέχουν κλιματικά τεστ αντοχής για το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο. Σε επίπεδο ΔΛΠ ετοιμάζονται ήδη αλλαγές που θα αποτυπώνουν το ρίσκο στις λογιστικές καταστάσεις ακόμα και για μη οργανικά πάγια, το οποίο συνεπάγεται μεγαλύτερες προβλέψεις.
Η ανάλυση ευαισθησίας για τις μεταβολές των κερδών θα λάβει υπόψη της τις αυξομειώσεις της θερμοκρασίας. Όλα αυτά δεν θα αφήσουν ασυγκίνητους τους διαχειριστές και είναι θέμα χρόνου να δούμε και στη χώρα μας «κλιματικά χαρτοφυλάκια» θεσμικής διαχείρισης.
Την επόμενη φορά επομένως που θα μελετήσετε την ελκυστικότητα μιας μετοχής θέστε και την παράμετρο της αντοχής στις κλιματικές αλλαγές στα βασικά κριτήρια επιλογής. Αν οι καιρικές συνθήκες επιμείνουν τότε μετά από λίγα χρόνια το κριτήριο αυτό μπορεί να υπερτερεί ακόμα και από ένα καλό ισολογισμό ή μια υψηλή μερισματική απόδοση.