Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με την τουρκική οικονομία να βρίσκεται στη χειρότερη οικονομική κατάσταση από την παγκόσμια ύφεση του 2008, οι Τούρκοι καλούνται να εκλέξουν δημάρχους και περιφερειάρχες, στέλνοντας ηχηρό μήνυμα στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Όσοι πιστεύουν σε θεωρίες συνωμοσίας ίσως «αγοράσουν» τα όσα υποστηρίζει ο σουλτάνος για επίθεση ξένων συμφερόντων κατά της τουρκικής λίρας ενόψει των εκλογών και για παρέμβαση της Δύσης. Όμως τα προβλήματα της Τουρκίας είναι πολύ πιο σοβαρά και σχετίζονται κυρίως με τα γεωπολιτική παιχνίδια του Ερντογάν και την απόλυτη συγκέντρωση εξουσιών στο «λευκό παλάτι».
Ο Τούρκος πρόεδρος θέλει πάση θυσία να επαναφέρει τη χώρα στους «τρελούς» ρυθμούς ανάπτυξης των προηγούμενων ετών και να δώσει τέλος στην ύφεση, ωστόσο τα «Erdoganomics», ήτοι οι ανορθόδοξες πρακτικές που υιοθετεί, εγκλωβίζουν την Τουρκία σε ένα θανάσιμο φαύλο κύκλο, με αποτέλεσμα η οικονομία να είναι απολύτως εκτεθειμένη σε περιόδους αναταράξεων και… ξένων επιθέσεων.
Οι εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας είχαν ως αποτέλεσμα μία… εκκωφαντική έκρηξη κινδύνου σε οτιδήποτε σχετίζεται με την τουρκική οικονομία. Μπορεί το κόστος κατοχής της λίρας να μειώθηκε στο 35%, από το άνευ προηγουμένου 1.300% της Τετάρτης, όμως αναλυτές εκτιμούν ότι το τουρκικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 2,5% το 2019, μετά από μεγέθυνση 2,5% το 2018, σε μία επικίνδυνη απότομη προσγείωση.
Σήμερα, η Τουρκία έχει τεράστια ανάγκη από ρευστότητα και πολλοί προειδοποιούν για ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο χρεοκοπιών μέσα στους επόμενους μήνες, αφού σκάει η πιστωτική φούσκα και το ξένο χρέος είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί.
Η κεντρική τράπεζα, υπό τις διαταγές του Ερντογάν κατάφερε να σώσει την τουρκική λίρα από την πλήρη κατάρρευση, βγάζοντας στην ουσία από την πρίζα το τραπεζικό σύστημα, ωστόσο αυτή τη στιγμή η τουρκική οικονομία είναι όμηρος των επιλογών του ίδιου του Τούρκου προέδρου. Το εξωτερικό χρέος διαμορφώθηκε στα 445 δισ. δολάρια στο τέλος του 2018 ενώ σήμερα η χώρα δανείζεται για ένα έτος με επιτόκιο… πιστωτικής κάρτας, άνω του 23%.
Στην αγορά ομολόγων, οι αποδόσεις των τουρκικών τίτλων δείχνουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την αβεβαιότητα που περιβάλλει την τουρκική οικονομία. Είναι ενδεικτικό ότι η απόδοση του κρατικού ομολόγου διάρκειας 1 έτους διαμορφώνεται στο 23,1% όταν του 10ετούς βρίσκεται στο 18,63%. Οι αλλόκοτες οικονομικές πρακτικές του Ερντογάν κάνουν τους επενδυτές να ζητούν μεγαλύτερο επιτόκιο βραχυπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την Capital Economics, οι ανησυχίες για την τουρκική οικονομία στο σύνολό της δεν πρόκειται να μετριαστούν μετά τις εκλογές. Τουναντίον, ενδέχεται να ενισχυθούν καθώς οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες επιδεινώνονται με αποτέλεσμα η έξοδος από την ύφεση να προβλέπεται αργή.
Ο Ερντογάν κινδυνεύει να χάσει ορισμένους από τους πιο σημαντικούς δήμους της χώρας όπως της Άγκυρας, ενώ ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη τίποτα δεν είναι βέβαιο. Όμως, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, πολύ δύσκολα ο σουλτάνος θα εφαρμόσει ορθόδοξη οικονομική πολιτική και μεταρρυθμίσεις τους επόμενους μήνες. Άλλωστε, δεν έχει μπροστά του άλλες κάλπες μέχρι το 2023 που σημαίνει ότι δεν βιάζεται να αποσύρει τα μέτρα ενίσχυσης και να νοικοκυρέψει τα οικονομικά του κράτους.
Επίσης, η ιστορία έχει δείξει ότι τα μέτρα ενίσχυσης που εφαρμόζονται πριν τις εκλογές δύσκολα αποσύρονται. Ο Ερντογάν έχει ήδη αποφασίσει να επεκτείνει τις φοροελαφρύνσεις έως το τέλος του 2019. Με την οικονομία να βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, μετά το έτος «φωτιά» με ανάπτυξη 7,4% το 2017, από μία οπτική τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας θα έλεγε κανείς ότι έχουν λογική.
Όμως, ο Τούρκος πρόεδρος έχει αποδείξει ότι στα μέτρα που εφαρμόζει ισχύει το «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού». Αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης να οδηγεί σε αύξηση τις εισαγωγές και να διογκώνει το εμπορικό έλλειμμα, καθιστώντας την τουρκική λίρα ακόμη πιο ευάλωτη.
Η Capital Economics προβλέπει ότι η τουρκική λίρα θα διολισθήσει περαιτέρω μέσα στο έτος για να φτάσει στο τέλος του 2019 στις 6,25 λίρες ανά δολάριο, από 5,64 λίρες ανά δολάριο σήμερα, ενώ το 2020 αναμένεται να σημειώσει νέα βουτιά στις 7 λίρες ανά δολάριο, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα που καταγράφηκαν τον Αύγουστο του 2018.
Για το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης ο βρετανικός οίκος εκτιμά ότι ο δείκτης ISE 100 θα καταγράψει περαιτέρω απώλειες της τάξης του 15% μέσα στο 2019 και θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 80.100 μονάδων, από 93.600 σήμερα, για να ανακάμψει το 2020.