Tου Προκόπη Χατζηνικολάου
«Η φορολογία στην Ελλάδα δεν είναι υψηλή». Αυτό είπε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος μέσω της συνέντευξης που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα FAZ, θέλοντας ίσως να δηλώσει κάτι στους Γερμανούς πολίτες. Ότι ενδεχομένως να υπάρχουν περιθώρια για νέες αυξήσεις στη φορολογία ή ότι στην Ελλάδα θα μειωθεί περαιτέρω το αφορολόγητο όριο. Δυστυχώς ο μετρημένος συνήθως κ. Τσακαλώτος δείχνει σαν μην ξέρει που βρίσκεται.
Και αυτό καθώς από την αρχή της κρίσης (και με ευθύνη φυσικά και των προηγούμενων κυβερνήσεων) το διαθέσιμο εισόδημα υπέστη μειώσεις άνω του 50% εξαιτίας της υπερφορολόγησης. Τα υπερπλεονάσματα, όπως παραδέχθηκε και ο κ. Τσακαλώτος, κυρίως των τελευταίων δύο ετών ήταν αποτέλεσμα όχι της ανάπτυξης αλλά των υπερβολικών φόρων που συνεχίζουν να περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το οποίο θα συρρικνωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της μείωσης του αφορολόγητου ορίου.
Το μεγαλύτερο χτύπημα υπέστησαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι από το 2009 έχουν δεχθεί μία άνευ προηγουμένου επιδρομή από την εφορία και προσφάτως από τα ασφαλιστικά ταμεία, με αποτέλεσμα το εισόδημά τους να «εξαφανίζεται» σταδιακά. Οι υψηλοί φόροι, οι φόροι των ακινήτων, η διαρκώς αυξανόμενη εισφορά αλληλεγγύης είναι οι κύριοι λόγοι που ανάγκασαν το 2016 τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολουμένους να βρουν εναλλακτικούς τρόπους πληρωμής για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από το 2009 μέχρι και το 2016 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία η μεσαία τάξη εξαφανίζεται.
Συγκεκριμένα:
-Το 2009: 1.339.122 φορολογούμενοι δήλωναν εισόδημα από 20.000 έως 50.000 ευρώ
-Το 2012: 1.253.476 φορολογούμενοι δήλωναν εισόδημα από 20.000 έως 50.000 ευρώ
-Το 2016: 958.228 φορολογούμενοι δήλωναν εισόδημα από 20.000 έως 50.000 ευρώ
Δηλαδή, χάθηκαν 400.000 περίπου φορολογούμενοι από τις τάξεις αυτές. Τους οποίους πλέον τους εντοπίζουμε μαζί με αυτούς που δηλώνουν εισοδήματα έως 10.000 ευρώ.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, ένας ελεύθερος επαγγελματίας με εισοδήματα το 2009 ύψους 50.000 (ο οποίος διαθέτει διαμέρισμα και ένα αυτοκίνητο) κατέβαλε στην εφορία και το ασφαλιστικό του ταμείο το ποσό των 16.333 ευρώ. Στα χέρια του έμεναν περίπου 33.667 ευρώ.
Πέντε χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2014 το ποσό μειώθηκε στις 29.323 ευρώ, μειωμένο κατά 4.344 ευρώ. Σήμερα και εφόσον το εισόδημά του παραμένει στα ίδια επίπεδα, η εικόνα έχει αντιστραφεί. Δηλαδή αυτά που έμειναν πλέον είναι φόροι και αυτά που πλήρωνε αποτελούν πλέον το διαθέσιμο εισόδημά του.
Συγκεκριμένα, οι φόροι έχουν εκτιναχθεί στις 32.151 ευρώ και το εισόδημα που απομένει έχει περιοριστεί στις 17.849 ευρώ. Φόροι και εισφορές σε σχέση με το μακρινό 2009 έχουν αυξηθεί τρομακτικά. Και βέβαια, το ποσό που απομένει δεν έχει σε καμία περίπτωση την αγοραστική δύναμη του 2009, καθώς έχουν αυξηθεί οι έμμεσοι φόροι σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης).
Στους χαμένους εντάσσονται και οι μισθωτοί με εισοδήματα ύψους 40.000 ευρώ και άνω. Συγκεκριμένα, ένας μισθωτός με ετήσια εισοδήματα 47.000 ευρώ, ο οποίος διαθέτει αυτοκίνητο και διαμέρισμα πλήρωνε στην εφορία το ποσό των 10.958 ευρώ. Το ποσό αυτό αυξήθηκε το 2014 στις 16.412 ευρώ για να φθάσει σήμερα στις 17.507. ευρώ. Δηλαδή, πλήρωσε υψηλότερους φόρους κατά 60% περίπου σε σύγκριση με το 2009 και 6,6% σε σύγκριση με το 2014.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση πριν ακόμη αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σκόπευε να μεταφέρει τα φορολογικά βάρη στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, το οποίο και έπραξε, παρά τις έντονες αντιδράσεις των πιστωτών της χώρας, οι οποίοι ωστόσο κατάφεραν να μετριάσουν τις επιβαρύνσεις μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, εντάσσοντας και τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις στον φόρο εισοδήματος.
Η υπερφορολόγηση πλέον έχει οδηγήσει στη μεγέθυνση της φοροδιαφυγής, εξέλιξη που δεν φαίνεται να ανακόπτεται τα επόμενα χρόνια. Και αυτό καθώς από το 2019 αλλάζει επί τα χείρω ο τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους για να πληρώνονται.