Του Γιώργου Φιντικάκη
Κάποιοι επιμένουν να καλλιεργούν την ιδέα ότι με το τέλος του προγράμματος το ερχόμενο καλοκαίρι, η Ελλάδα θα απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που της επέβαλε το πρόγραμμα και θα συνεχίσει τη φυσική της πορεία, από όπου σταμάτησε πριν από δέκα χρόνια.
Αν ακολουθήσει αυτή την τροχιά, τότε η τρέχουσα ανάκαμψη θα αποδειχθεί μόνο προσωρινή, προειδοποιεί η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας ενόψει και της εξόδου της από το 3ο πρόγραμμα, σημειώνοντας ότι καθώς πλησιάζουμε στη λήξη του, τα ερωτήματα είναι περισσότερα από τις απαντήσεις.
Παρά τα θετικά σημάδια στην οικονομία, λόγω της δημοσιονομικής ισορροπίας, ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, επισημαίνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2017 διαμορφώθηκε σχεδόν στο μισό του αρχικού στόχου της κυβέρνησης και προειδοποιεί ότι ακόμη και αν το 2018 η ανάπτυξη φτάσει στο 2,1%, αυτό δεν αρκεί για να βελτιωθεί η κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και να αμβλυνθούν οι κίνδυνοι για τους επενδυτές.
Αν και το πρόγραμμα εξελίσσεται κανονικά και το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει ευνοϊκό, ωστόσο ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είναι ακόμη πολύ χαμηλός, και είναι αμφίβολο, τονίζει η έκθεση, αν η λήξη των προγραμμάτων σηματοδοτεί την αρχή της ανάπτυξης, και αν φτάσαμε στο τέλος της κρίσης.
Αναγνωρίζει ότι το 2017 ολοκληρώθηκε θετικά όσον αφορά τη δημοσιονομική ισορροπία, σημειώνει όμως ότι αυτό έγινε με χαμηλότερο από τον επιθυμητό ρυθμό μεγέθυνσης, και κυρίως εξαιτίας των ευνοϊκών συνθηκών διεθνώς, δηλαδή την αυξημένη ζήτηση για εξαγωγές, το χαμηλότερο κόστος χρήματος, τον εισαγόμενο τουρισμό. Αν υπάρξει κάποια αρνητική στροφή στο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία δεν έχει αποκτήσει ακόμη εκείνα τα φόντα (επενδύσεις, ανταγωνιστικότητα) για να σταθεί μόνη στα πόδια της. Άλλωστε, η πρόβλεψη για ανάπτυξη λίγο πάνω του 2% φέτος, προϋποθέτει συστηματική, έστω και μικρή, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, η οικονομία θα βρεθεί και πάλι σε οδυνηρή στασιμότητα. Εξάλλου το ΙΟΒΕ δεν υποτιμά το γεγονός πως ο ρυθμός ανάπτυξης του 2017 ήταν μόνο στο μισό από τον στόχο που είχε τεθεί από την οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος. «Εξέλιξη που συνιστά αποτυχία της πολιτικής αλλά και προκαλεί προκαλεί δευτερογενείς επιπλοκές», σημειώνει.
Ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία κινείται βραδύτερα από σχεδόν όλες τις άλλες ευρωπαϊκές, τόσο τις ισχυρές όσο και της περιφέρειας. «Συνολικά, ακόμη και μια μεγέθυνση λίγο άνω του 2% στην τρέχουσα χρονιά θα υπολείπεται του επιπέδου που αφενός θα σηματοδοτούσε τη σημαντική άμβλυνση των κινδύνων για τους δυνητικούς επενδυτές και αφετέρου θα βελτίωνε αισθητά την κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που σήμερα κινούνται οριακά», επισημαίνει η έκθεση. Ειδικότερα, η ανεργία θα μειώνεται αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών, η απόκλιση θα αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Αν και η οικονομία μοιάζει να σταθεροποιήθηκε, εντούτοις το ΙΟΒΕ επισημαίνει την συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης, ιδίως σχετικά με τις επενδύσεις, το τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα, τους πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, τη συσσώρευση ιδιωτικών χρεών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την μετανάστευση νέων στο εξωτερικό και την αποδυναμωμένη μεσαία τάξη.
Απουσιάζουν ακόμη η μεταστροφή του επενδυτικού κλίματος, και η οικοδόμηση εμπιστοσύνης από το ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι θα είναι φιλικό προς τους επενδυτές, παρέχοντάς τους διαφανείς κανόνες, αποτελεσματική και επιτελική δημόσια διοίκηση και σταθερό και απλό φορολογικό πλαίσιο. Σε μια τέτοια μόνο κατεύθυνση, μπορεί η δυναμική της οικονομίας να ενισχυθεί σημαντικά και μέσα στο επόμενο έτος, καθαρά πάνω και από το 2%, και να οδηγήσει σε διαδοχική μείωση των επιτοκίων.
Καθώς πλησιάζουμε στη λήξη του προγράμματος, το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι η έμφαση συνεχίζεται να δίνεται στο δημοσιονομικό σκέλος (αύξηση φορολογικών συντελεστών, προσαρμογές στο ασφαλιστικό), και όχι στις μεταρρυθμίσεις, που είναι και το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. «Η αλήθεια είναι πως η πραγματική δομή της οικονομίας αλλάζει εξαιρετικά αργά, ο έλεγχος του κράτους κάθε άλλο παρά περιορίζεται και η σχετική σημασία του Δημόσιου τομέα αυξάνεται», σημειώνει.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο η ελληνική οικονομία βρίσκεται ξανά σε ένα σταυροδρόμι απόφασης, παρόμοιο με εκείνο στην αρχή της κρίσης. Σαν να μην έχει μεσολαβήσει κανένα μάθημα, τονίζει το ΙΟΒΕ, κάποιες πλευρές επιμένουν να καλλιεργούν την ιδέα ότι με το τέλος του προγράμματος το ερχόμενο καλοκαίρι, η Ελλάδα θα απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που της επέβαλε το πρόγραμμα και θα συνεχίσει τη φυσική της πορεία, από όπου σταμάτησε πριν από δέκα χρόνια. Αν ακολουθήσει αυτή την τροχιά, σημειώνει το ΙΟΒΕ, τότε η τρέχουσα ανάκαμψη θα αποδειχθεί μόνο προσωρινή.
Σε όσους θέλουν να το λησμονούν, το ΙΟΒΕ θυμίζει ότι το τέλος του προγράμματος ξεκάθαρα σημαίνει λιγότερη προστασία. «Τώρα που τα μνημόνια τελειώνουν, γίνεται ξεκάθαρο πως το πρόβλημα μας δεν ήταν αυτά τα ίδια, καθώς βρισκόμαστε πάλι αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της οικονομίας μας και με τις επιλογές που ακόμη πρέπει να γίνουν». Και προειδοποιεί ότι αν παρερμηνευτούν οι βαθμοί ελευθερίας, όταν η οικονομία θα κινηθεί χωρίς την προστασία του προγράμματος, μπορεί να αποδειχθεί μια οδυνηρή οπισθοδρόμηση και όχι η αρχή ενός ενάρετου κύκλου ανάπτυξης, όπως μπορεί και πρέπει να είναι.