Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Πριν καλά καλά ξεκινήσουν οι πωλήσεις μεγάλων πακέτων και αναπτυχθεί η δευτερογενής αγορά «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα, οι εγχώριες τράπεζες κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με μία μεγάλη πρόκληση που δεν είχαν υπολογίσει, εκτός από τα δεδομένα προβλήματα και τις επικίνδυνες επιπτώσεις της προεκλογικής περιόδου.
Ο κίνδυνος έρχεται από την Ιταλία όπου εκφράζονται φόβοι ότι η αγορά των «κόκκινων» δανείων εξελίσσεται σε μία μεγάλη φούσκα που μπορεί να συμπαρασύρει από μερικά funds μέχρι ολόκληρο το σύστημα. Το πρόβλημα σχετίζεται με τον μηχανισμό που έχει στηθεί και περιλαμβάνει τις τράπεζες που «καίγονται» να πουλήσουν δάνεια, τα funds που τα αγοράζουν και τις εταιρείες διαχείρισης. Πρόκειται για ένα μεγάλο παζάρι που έχει προκαλέσει τη διόγκωση των τιμών των NPEs, όχι όμως σε περιβάλλον ανάπτυξης – όπως θα ήταν το φυσιολογικό – αλλά σε έναν υφεσιακό φαύλο κύκλο. Είναι δεδομένο πως κάποιοι κερδίζουν από όλη αυτή την ιστορία και ορισμένα funds βγάζουν δεκάδες εκατομμύρια, ωστόσο τα σίγουρα έσοδα που πολλοί περίμεναν αποδεικνύονται ουτοπικά.
Είναι σαν να βλέπουμε μία προβολή του τι θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα σε λίγους μήνες και χρόνια, αν δεν γίνουν προσεχτικές κινήσεις και δεν ενισχυθεί η ανάπτυξη. Διότι ακόμη και με ανάπτυξη στο 2% η Ελλάδα δεν είναι Ιταλία ούτε έχει τις ίδιες προοπτικές. Η ιταλική είναι η έβδομη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο ενώ η Ελλάδα έχει χάσει το 26% του ΑΕΠ.
Για να καταλάβουμε πόσο μεγαλύτερη αγορά και πόσο πιο ανεπτυγμένη είναι η ιταλική αρκεί μία σύγκριση στις πωλήσεις «πακέτων». Οι ελληνικές τράπεζες πούλησαν συνολικά «κόκκινα» δάνεια ύψους 9 δισ. ευρώ μέσα στο 2018, όταν οι ιταλικοί πιστωτικοί όμιλοι «ξεφορτώθηκαν» 70 δισ. ευρώ, που είναι επίπεδο-ρεκόρ για τη γειτονική μας χώρα το περασμένο έτος και πάνω από 100 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια.
Ήταν τόσο μεγάλες οι προσδοκίες των «κορακιών» στην Ιταλία που ο ανταγωνισμός έφτασε σε ακραία επίπεδα. Αποτέλεσμα είναι σήμερα οι τιμές των NPEs να μην συνάδουν με την ποιότητα των δανείων. Οι προσφορές των funds έχουν οδηγήσει τη μέση τιμή των πακέτων δανείων (ενυπόθηκων και χωρίς εξασφαλίσεις) από το 19% που ήταν το 2017 στο 28% το 2018. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι – και είναι – μία πολύ καλή εξέλιξη για τις ιταλικές τράπεζες αφού έχουν τη δυνατότητα να πωλούν δάνεια σε καλύτερες τιμές. Θα μπορούσε επίσης να ήταν θετική εξέλιξη και για τις ελληνικές τράπεζες οι οποίες έχουν ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά τους. Όμως η ανάπτυξη στην Ιταλία παραμένει μηδενική με αποτέλεσμα η ποιότητα των δανείων να παραμένει χαμηλή και τα funds να μην μπορούν να εισπράξουν τα χρήματα που δαπάνησαν. Έτσι δημιουργείται μία φούσκ που μπορεί να έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις.
Το ζήτημα αφορά ευθέως και τις ελληνικές τράπεζες αφού σε μεγάλο βαθμό οι εταιρείες που διαχειρίζονται τα ιταλικά δάνεια έχουν ή επιθυμούν να αποκτήσουν παρουσία και στην Ελλάδα (Fortress, Pimco, Cerberus, Cerved, Bain κ.ά). Υπάρχει ο κίνδυνος, λοιπόν, τα funds που θα αντιμετωπίσουν σημαντικό πρόβλημα στην Ιταλία να προσπαθήσουν να αποφύγουν την Ελλάδα και εν πάση περιπτώσει όλοι θα γίνουν πολύ πιο επιφυλακτικοί, αφού η χώρα μας δεν πείθει για τις αναπτυξιακές της προοπτικές.
Αρκεί όμως η πώληση των NPEs σε εταιρείες διαχείρισης; Θα γίνουν οι απαραίτητες κινήσεις για να ενισχυθεί η ανάπτυξη στο βαθμό που πρέπει έτσι ώστε οι δανειολήπτες να αρχίσουν να πληρώνουν τα δάνειά τους;
Σύμφωνα με στοιχεία της ιταλικής τράπεζας Ifis, τα οποία παραθέτει η ιταλική εφημερίδα il sole 24 ore, το 2015 και το 2016 η δευτερογενής αγορά ευθυνόταν για το 31% των συνολικών πωλήσεων και το 51% των αγορών. Το 2017 και το 2018, εξαιτίας της έκρηξης στις πωλήσεις δανείων η δευτερογενής αγορά υποχώρησε στο 4% και 2% αντίστοιχα., ενώ αναμένεται να ανθίσει και πάλι το 2019 στο 39%. Αυτό σημαίνει ότι περίπου μία στις δύο πωλήσεις NPEs θα πραγματοποιηθεί φέτος από επενδυτές και funds και όχι από τράπεζες.
Οι επενδυτές, δηλαδή, που αγοράζουν τα δάνεια, είτε δεν έχουν τις κατάλληλες υποδομές, τους απαιτούμενους πόρους ή ακόμη και την τεχνογνωσία, είτε απογοητεύονται από τα αποτελέσματα της διαχείρισης και προτιμούν να πουλήσουν τα δάνεια σε άλλους επενδυτές, είτε απλώς κάνουν μπήκαν στην αγορά για το trade. Με την πώληση τμημάτων των πακέτων, τα funds καταφέρνουν να βελτιώσουν τα αποτελέσματά τους. Έτσι δημιουργείται μία αλυσίδα στην οποία το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται, απλώς μεταφέρεται.
Στην Ιταλία, παρατηρούνται επίσης, φαινόμενα όπου οι δανειολήπτες ακόμη και αν θέλουν να πληρώσουν δεν βρίσκουν κάποιον να μιλήσουν, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αποτρέπονται οι κατασχέσεις επειδή οι διαχειριστές δεν πληρώνουν τα… παράβολα. Σύμφωνα με ιταλικά μέσα, οι μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης έχουν δει τον όγκο εργασίας να αυξάνεται κατά 73% από το 2016 έως το 2018 αλλά το προσωπικό τους ενισχύθηκε μόλις κατά 21%. Συνεπώς, η αγορά των «κόκκινων» δανείων, ενώ διογκώνεται εμφανίζει ταυτόχρονα σημάδια «κόπωσης» και αδυναμίας διαχείρισης από τις εξειδικευμένες εταιρείες με αποτέλεσμα το συνολικό εγχείρημα να βρίσκεται στον αέρα.