Δριμεία κριτική ασκεί το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην κυβέρνηση για το σχέδιο Κατρούγκαλου σχετικά με την προωθούμενη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και μάλιστα υποστηρίζουν ότι σημασία έχει τώρα η εφαρμογή(!) του Μνημονίου, διότι «αν αποτύχει, τότε η επιστροφή στη ανάπτυξη διακυβεύεται».
Στην τριμηνιαία του έκθεση (Οκτώβριος 2015-Δεκέμβριος 2015) το Γ.Π.Κ. σημειώνει ότι το σχέδιο νόμου «δεν οδηγεί στην ανταποδοτικότητα των εισφορών», προστατεύονται κυρίως όσοι έχουν χαμηλές αποδοχές και λίγα χρόνια ασφάλισης αλλά και υποκαθορίζονται τα κίνητρα για εργασία, κάτι που θα αυξήσει την μαύρη εργασία. «Υψηλές ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν εμπόδια στη μείωση της ανεργίας και καθίστανται ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις επιχειρήσεις παρά τη διαπίστωση ότι σχετικά με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος βαραίνει περισσότερο τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά και όχι τους εργοδότες. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε και τις αρνητικές επιπτώσεις των κεφαλαιακών ελέγχων στην λειτουργία των επιχειρήσεων. Συνεπώς, η αύξηση του μη μισθολογικού κόστους που δημιουργείται πρέπει να εξεταστεί συγκριτικά με την αναγκαία αναπτυξιακή και παραγωγική διαδικασία της χώρας», προστίθεται χαρακτηριστικά στη σχετική έκθεση.
Μάλιστα, σε άλλο σημείο, οι συντάκτες της έκθεσης, υπογραμμίζουν ότι από το νέο σχέδιο νόμου γίνεται αντιληπτό ότι αυτοί που θα σηκώσουν το βάρος της μεταρρύθμισης είναι οι συνεπείς ασφαλισμένοι, οι εργαζόμενοι με πολλά χρόνια εργασίας και οι νέες γενιές. «Οι νέες γενιές θα εργάζονται για να πληρωθούν οι συντάξεις των προηγούμενων. Συνεπώς δε μπορούμε να μιλάμε για ένα εξ ολοκλήρου αλληλέγγυο και δίκαιο σύστημα αλλά για ένα σύστημα που ευνοεί την άνιση κατανομή των βαρών, χωρίς όμως να παραβλέπουμε ότι υπάρχουν και κάποια στοιχεία δικαιοσύνης. Για να υπάρξει όμως βιωσιμότητα και ανάπτυξη θα πρέπει να διασφαλιστεί η εισοδηματική αλλά και κοινωνική ισότητα ανάμεσα στους ασφαλισμένους», υποστηρίζουν, απορρίπτοντας ουσιαστικά την πρόταση της κυβέρνησης.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής διευκρινίζει ότι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συνιστά ένα πολιτικά επώδυνο (για την ίδια και την αντιπολίτευση) βήμα διόρθωσης του συστήματος. Όπως ισχυρίζεται, «αν εφαρμοσθούν σωστά οι μεταρρυθμίσεις, επιφέρουν μερικές διορθώσεις στη σημερινή κατάσταση: Εξορθολογίζουν εν πολλοίς το σύστημα (αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, βαθμιαία έστω κατάργηση πρόωρων συντάξεων, επανεξέταση ποσοστών αναπλήρωσης, οροφές στις διπλές συντάξεις κλπ.). μειώνουν δυνητικά το «λειτουργικό» (=γραφειοκρατικό) κόστος ενοποιώντας Ταμεία (βλ. όμως πιο κάτω επιφυλάξεις), το κάνουν διαφανέστερο (ενιαιοποιώντας π.χ. τα κριτήρια συνταξιοδότησης), υπό όρους αποτελεσματικότερο (ως προς τα έσοδα), εν μέρει δικαιότερο καθώς επιβαρύνουν λιγότερο τους χαμηλοσυνταξιούχους (εν μέρει διότι π.χ. από την άλλη πλευρά ευνοεί του σημερινούς συνταξιούχους σε βάρος των σημερινών απασχολούμενων), συμβάλλουν εν μέρει στη βιωσιμότητα μειώνοντας τη συνταξιοδοτική δαπάνη και αυξάνοντας τα έσοδα».
Επίσης, οι συντάκτες της έκθεσης επιτίθενται στην κυβέρνηση, διότι «παραμένουν αρκετές ακόμα στρεβλώσεις στο εσωτερικό του δημοσίου τομέα που ήταν προϊόν πελατειακών πρακτικών του παρελθόντος». «Αν εξαλειφθούν πάσης φύσης πελατειακές και συντεχνιακές στρεβλώσεις και διασφαλισθεί θεσμικά ότι αποκλείονται στο μέλλον ευνοϊκές διακρίσεις υπέρ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, τότε το σύστημα δεν θα είναι μόνο δικαιότερο, αλλά και θα συμβάλει στην εξυγίανση της πολιτικής διαδικασίας», τονίζουν.
Σε ό,τι αφορά την περαιτέρω αύξηση των συντελεστών φορολόγησης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής λέει ξεκάθαρα «όχι». «Όπως έχει επισημανθεί από το ΓΠΚ πολλές φορές και όπως καταγράφεται τα τελευταία χρόνια η περαιτέρω αύξηση των συντελεστών φορολόγησης αλλά και η συχνή μεταβολή τους θα εξακολουθεί να λειτουργεί ιδιαιτέρως στρεβλωτικά στο οικονομικό περιβάλλον αποτελώ-ντας εμπόδιο στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης και τελικά θα οδηγήσει σε μείωση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους τόσο σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη όσο και με τους στόχους που έχουν τεθεί στα πλαίσια των συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Η απόλυτη πολιτική και οικονομική προτεραιότητα θα πρέπει αδιαμφισβήτητα να δοθεί στη κατεύθυνση της βελτίωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της αντιμετώπισης της παραοικονομίας στο πλαίσιο του ισχύοντος φορολογικού καθεστώτος», επισημαίνεται στην έκθεση.
Αλέξανδρος Διαμάντης
*Δείτε ΕΔΩ την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής