Του Βασίλη Γεώργα
Τις τελευταίες ώρες υπό την ηχηρή σιωπή του ΔΝΤ, είναι έντονη η προσπάθεια να καλλιεργηθεί ένα πιο αισιόδοξο κλίμα σε ό,τι αφορά στην έκβαση των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές για τα πρόσθετα μέτρα των 3,6 δις. ευρώ. Ένας πιθανός λόγος είναι η ανάγκη να διασκεδαστούν οι ανησυχίες και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης που έχει αρχίσει να προκαλεί με ιδιαίτερα οξύ τρόπο σε πολίτες και επιχειρήσεις αυτές τις μέρες η παράταση του θρίλερ της διαπραγμάτευσης.
Χρονικό ορόσημο, όμως, δεν θεωρείται πλέον το επερχόμενο έκτακτο Eurogroup της Δευτέρας 9 Μαΐου όπου αναμένεται ένας ακόμη κύκλος διαφωνιών παρά συγκλίσεων, αλλά έχει επισήμως μετακινηθεί στα τέλη του μήνα και συγκεκριμένα όπως το προσδιόρισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk, το διάστημα πριν τις 26-27 Μαΐου. Τότε έχει προγραμματιστεί η σύνοδος των G7 όπου πλέον οι ηγέτες των ισχυρότερων οικονομιών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδάς και Ιαπωνία) θα αρχίσουν χρονικά να ρίχνουν το βάρος τους στο βρετανικό δημοψήφισμα, τις ισπανικές εκλογές και στον σχεδιασμό για αναθέρμανση της καχεκτικής παγκόσμιας οικονομίας.
Παραδόξως στη συμμαχία των αισιόδοξων εμφανίστηκε να προσχωρεί και ο σιωπηρός το τελευταίο διάστημα υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόφγκανγκ Σόιμπλε με την αμφίσημη δήλωσή του ότι «δεν θα έχουμε μεγάλη κρίση στην Ελλάδα αυτή τη χρονιά». Δήλωση η οποία ενώ από την κυβέρνηση ερμηνεύτηκε ως στήριξη και επικρότηση της προόδου την οποία έχει ήδη εντοπίσει επίσημα στην εαρινή της έκθεση η Κομισιόν, εντούτοις ταυτόχρονα δημιούργησε εύλογες υπόνοιες πως σε δεύτερη ανάγνωση αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια μεσοβέζικη συμβιβαστική λύση η οποία θα μεταθέτει χρονικά τις πιο σημαντικές αποφάσεις όπως π.χ. τις «διευθετήσεις» του χρέους για το 2017, μετά τις γερμανικές εκλογές.
Μπορεί κανείς να ερμηνεύσει με πολλούς τρόπους τις δηλώσεις ή την σιωπή των αξιωματούχων που έχουν τον αποφασιστικό ρόλο στη διαπραγμάτευση και στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όμως αυτό που δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί είναι πως για πρώτη φορά και ενώ όλα έδειχναν να «τελειώνουν», έχει ανοίξει για τα καλά πλέον το θέμα της μελλοντικής μείωσης των μισθών και των συντάξεων στο Δημόσιο, και των δραστικών λύσεων για λουκέτα και περικοπές σε δημόσιους οργανισμούς, προκειμένου να εξευρεθούν τα χρήματα που είναι απαραίτητα για την επίτευξη σταθερά υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Σήμερα οι δαπάνες του προϋπολογισμού σε μισθούς και συντάξεις φτάνουν τα 18,5 δις. ευρώ, σε ασφάλιση και περίθαλψη τα 13,9 δις. ευρώ ενώ οι λειτουργικές δαπάνες σε 5,1 δις. ευρώ και από αυτή τη δεξαμενή θα είναι υποχρεωμένη να εξοικονομήσει στο άμεσο μέλλον η χώρα χρήματα προκειμένου να καλύψει τυχόν αστοχίες.
Η απόφαση για την αλλαγή του μείγματος πολιτικής από την υπερφορολόγηση στη λήψη των λεγόμενων «προληπτικών μέτρων» έχει πλέον ληφθεί, και είναι ζήτημα λεπτομερειών και «αμπαλάζ» για το πώς θα παρουσιαστούν. Οι πληροφορίες λένε πως στο Eurogroup της Δευτέρας ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος θα παρουσιάσει αναλυτική λίστα με δυνητικές περικοπές δαπανών ύψους 3,6 δισ. ευρώ στη βάση της ελληνικής πρότασης που προβλέπει την ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης των δημοσιονομικών αποκλίσεων και όχι της εκ των προτέρων νομοθέτησής τους από τη Βουλή.
Δύο είναι τα βασικά ανοιχτά θέματα που η κυβέρνηση επιδιώκει να αντιμετωπίσει «πολιτικά» πριν συναινέσει : ποιος θα έχει τον αποφασιστικό ρόλο για τις περικοπές (ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, το ΔΝΤ, ανεξάρτητος φορέας κοινής αποδοχής κ.α.) και ποιος θα πιστοποιεί τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού και εντοπισμού των τυχόν αποκλίσεων. Το ΔΝΤ έχει αμφισβητήσει ευθέως την αξιοπιστία των στοιχείων της Eurostat και επιδιώκει να είναι το ίδιο που θα συμμετέχει στην πιστοποίηση ενώ παράλληλα ζητά να υπάρχει παρακολούθηση σε «πραγματικό χρόνο» ήτοι ανά τρείς μήνες και όχι κάθε χρόνο όπως συμβαίνει με τα απολογιστικά στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής. Η κυβέρνηση δεν θέλει καν να σκεφτεί ότι ο υπουργός Οικονομικών δεν θα συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία έχοντας το δικαίωμα να καταθέτει ισοδύναμα μέτρα.
Η διαπραγμάτευση ουσιαστικά τώρα ξεκινά και η σύνοδος των υπουργών Οικονομικών της Δευτέρας θα είναι πιθανότατα μια ενδιάμεση στάση. Το επόμενο διήμερο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης έχει αναλάβει να συνεχίσει τις συζητήσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών μέσω τηλεδιασκέψεων, ενώ προς ώρας κανείς δεν επιβεβαιώνει ότι υπάρχει στο πρόγραμμα συνάντηση μεταξύ των υπουργών Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου με τους ομολόγους της Γερμανίας και της Γαλλίας, τους επικεφαλής των τριών θεσμών και του προέδρου του Eurogroup, το οποίο επεδίωκε η ελληνική κυβέρνηση.