Οι λόγοι που έχουν οδηγήσει στη μείωση των γεννήσεων ειδικά από το 2011 -τότε καταγράφηκε για πρώτη φορά αρνητικό πρόσημο στο ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων- δεν είναι μόνο οικονομικοί, αλλά σίγουρα και οικονομικοί. Γιατί το 2011 γεννήθηκαν 106.428 παιδιά και το 2022 λιγότερα από 77.000; Γιατί το 2023 είναι πιθανό να κινηθούμε ακόμη χαμηλότερα καθώς στο 7μηνο μετρούσαμε περίπου 41.000 νεογέννητα;
Ας καταγραφούν ως πιθανές απαντήσεις τα ακόλουθα στατιστικά ευρήματα:
1. Ο μέσος μισθός είναι πολύ χαμηλότερος το 2023 σε σχέση με το 2011. Τότε, είχαμε μέσο μισθό στην περιοχή των 1500 ευρώ και τώρα έχουμε θέσει ως στόχο την ανάκτηση αυτού του επιπέδου ύστερα από μια 4ετία. Την ίδια στιγμή όμως το κόστος διαβίωσης μεγαλώνει κάτι που σημαίνει περαιτέρω μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος.
2. Έχει μειωθεί -λόγω και του brain drain- το παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού που θα μπορούσε λόγω προσόντων να διεκδικήσει μια καλύτερα αμειβόμενη θέση εργασίας άρα και να πάρει πιο εύκολα την απόφαση για τη γέννηση ενός ή δύο παιδιών.
3. Οι συνθήκες στο εκπαιδευτικό σύστημα επιδεινώθηκαν μέσα στην κρίση. Οι οικογένειες συνειδητοποιούν ότι η ανάγκη για τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα ξεκινά από πολύ νωρίς, ακόμη και από το δημοτικό. Οι σύγχρονοι γονείς έχουν περισσότερα έξοδα να αντιμετωπίσουν σε σχέση με πριν από 15 ή 20 χρόνια.
4. Το στεγαστικό πρόβλημα λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Και αν κάποτε τα… βαλκανικά ποσοστά ιδιοκατοίκησης της τάξεως του 85-90% ήταν πραγματικότητα και στην Ελλάδα, δεν ισχύει πλέον ούτε αυτό. Γινόμαστε… Ευρώπη και το ποσοστό ιδιοκατοίκησης φθίνει ταχύτατα πλησιάζοντας τον ευρωπαΪκό μέσο όρο.
Περισσότερα χρήματα για ενοίκιο ή δάνειο, περισσότερα για την εκπαίδευση και τη διατροφή του παιδιού αλλά με χαμηλότερο μισθό. Ένα μεγάλο «κενό» το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με τα κοινωνικά επιδόματα; Αναφέρθηκε στις αλλαγές πολιτικής και χθες ο πρωθυπουργός. Μόνο που οι αλλαγές στην επιδοματική πολιτική δεν θα κάνουν από μόνες τους τη διαφορά. Το πρόγραμμα Σπίτι μου, έδωσε λύση στο στεγαστικό πρόβλημα αλλά μόνο σε 9000 ζευγάρια.
Στο δημόσιο, οι γονείς με ένα παιδί θα πάρουν 20 ευρώ αύξηση στα μεικτά τους και οι γονείς με δύο παιδιά, 50 ευρώ. Αν αφαιρεθούν και οι φόροι, θα μείνει περίπου το 60%. Και την ίδια στιγμή όμως, κινδυνεύει κάποιος να χάσει το επίδομα τέκνων αν λόγω αύξησης του ονομαστικού μισθού σταματήσει να πληροί το εισοδηματικό κριτήριο.
Η επιδοματική πολιτική -η οποία πράγματι απορροφά πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ- για τη στήριξη της οικογένειας, ενδεχομένως να χρίζει επανεξέτασης. Πάλι η πολιτεία βρίσκει μπροστά της το πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Μοιράζει τα επιδόματα με κριτήριο το δηλωθέν εισόδημα και ουσιαστικά αποκλείει από κάθε βοήθεια τους ειλικρινείς εκτιμώντας ότι αυτοί μπορούν να τα βγάλουν πέρα και χωρίς το επίδομα.
Και -το κυριότερο- περιορίζεται στη διάθεση επιδομάτων, αντί να ρίξει το βάρος στη βελτίωση υποδομών που θα περιορίσουν το τεράστιο κόστος ανατροφής ενός παιδιού (π.χ. καλύτερα σχολεία που δεν θα χρειάζονται φροντιστήρια και ιδιαίτερα).