Συντονισμό και η συνένωση δυνάμεων μεταξύ των φορέων εξωστρέφειας της χώρας ζητά η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων.
Όπως είπε ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος σε εκδήλωση της Ελληνικής Εταιρείας Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου (ENTERPRISE GREECE): «χρειάζεται μια συντονισμένη πολιτική. Μια πολιτική που θα ξεκινά από την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης του αγροτοδιατροφικού κλάδου και θα καταλήγει στη στοχευμένη προβολή των ελληνικών προϊόντων».
Ο κ. Μίχαλος ανέφερε ότι τα ελληνικά τρόφιμα αποτελούν πρωταθλητές σε επίπεδο παγκόσμιου εμπορίου. Παρ'' όλα αυτά υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για αύξηση των μεριδίων τους ή για τη διείσδυσή τους σε νέες, δυναμικά αναπτυσσόμενες αγορές. Υπάρχουν επίσης σημαντικά περιθώρια για αύξηση της προστιθέμενης αξίας τους, μέσα από την επένδυση στη γνώση, στην καινοτομία, στο στρατηγικό μάρκετινγκ και σε σύγχρονες τεχνικές προώθησης.
«Σε αυτή την προσπάθεια, θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα υφιστάμενα πλεονεκτήματα, όπως είναι η υψηλή ποιότητα των προϊόντων, αλλά και τα εδραιωμένα δίκτυα διανομής που υπάρχουν στις ανεπτυγμένες αγορές» είπε ο πρόεδρος και συνέχισε: «από την άλλη, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και μια σειρά από αδυναμίες και προβλήματα, όπως είναι: ο μικρός κλήρος και η μικρή παραγωγική δυναμικότητα, που δημιουργεί έλλειμμα κρίσιμης μάζας και δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας. Όπως είναι ο κατακερματισμός των μονάδων τυποποίησης, συσκευασίας και διανομής, η έλλειψη τεχνογνωσίας σε θέματα στρατηγικής τιμολόγησης, διαπραγμάτευσης και εξαγωγικών διαδικασιών, branding και marketing».
Ο κ. Μίχαλος πρόσθεσε ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν και κίνδυνοι που προκύπτουν από την σύναψη της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συμφωνίας για τα προστατευόμενα ελληνικά προϊόντα αλλά και από την έλλειψη διακρατικών συμφωνιών σχετικά με την εμπορία διατροφικών προϊόντων σε μεγάλες αναπτυσσόμενες αγορές, όπως αυτές της Κίνας και της Ινδίας και τέλος τα εμπόδια που δημιουργούνται από την κατάσταση στο εγχώριο οικονομικό περιβάλλον όπως η έλλειψη ρευστότητας, το υψηλό κόστος δανεισμού και το υψηλό κόστος της ενέργειας στον τομέα της μεταποίησης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ