Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024 και 2,2% το 2025, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο τετραμηνιαίο περιοδικό του ΚΕΠΕ «Οικονομικές Εξελίξεις» (τεύχος 55 - Οκτώβριος 2024).
Ωστόσο, όπως σημειώνεται, η πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2024 αποκαλύπτει μια σειρά από σύνθετες τάσεις, οι οποίες συνδυάζουν θετικές αλλά και ανησυχητικές εξελίξεις, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο οικονομικό σκηνικό.
Στις θετικές εξελίξεις ξεχωρίζουν οι σχετικά υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, η δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, η μείωση της ανεργίας, του πληθωρισμού και του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, η βελτίωση της απόδοσης του χρηματιστηρίου, η ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.
Δεν είναι λίγα, ούτε ασήμαντα, όπως υπογραμμίζεται, καθώς διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και οργανισμοί συχνά-πυκνά εκθειάζουν την ελληνική οικονομία για την πρόοδο που έχει συντελέσει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024 και 2,2% το 2025.
Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις, και οι εξαγωγές, ενώ η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται να κινηθεί οριακά. Ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα έτη. Το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,8%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής αλλά από την άλλη πλευρά υπάρχουν και πολλά ανοικτά ζητήματα.
Η νέα κανονικότητα
Καθώς προχωρούμε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αρχίζει να διαφαίνεται μια νέα κανονικότητα στην ελληνική οικονομία. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της είναι η επαναφορά του δημοσιονομικού πλαισίου, που θα εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο του νέου έτους. Το νέο πλαίσιο, χωρίς να απεμπολεί τους παλαιούς στόχους για τα ελλείμματα και το χρέος, έχει τη μορφή μιας «ήπιας λιτότητας».
Οι παλαιοί κανόνες των πρωτογενών πλεονασμάτων αντικαθίστανται, για πρώτη φορά, με κανόνες δημοσίων δαπανών. Κάθε χώρα δεσμεύεται να αυξήσει κατά ένα συγκεκριμένο και προαποφασισμένο ποσοστό τις κρατικές της δαπάνες και αν αυτό το όριο ξεπεραστεί, έστω και λίγο, τότε αυτόματα ενεργοποιούνται οι κυρώσεις.
Για τη χώρα μας η αύξηση των δημοσίων δαπανών το 2025 υπολογίζεται στα 3,7 δια ευρώ κι αυτό σημαίνει ότι οι ασκούντες την οικονομική πολιτική δεν θα έχουν περιθώριο για περαιτέρω παροχές και επιδόματα εάν υπάρχουν υπερβάσεις τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αν ωστόσο οι φόροι συνεχίσουν να αυξάνονται θα υπάρχει το περιθώριο να μειωθούν, ειδικά για τις ασφαλιστικές εισφορές που είναι από τος υψηλότερες στα κράτη μέλη του Ο.Ο.Σ.Α.
Στη νέα κανονικότητα περιλαμβάνεται και το νέο τραπεζικό τοπίο με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας αλλά και ο αυξημένος αριθμός των επενδυτικών εργαλείων για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας.
Το βασικό ερώτημα
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν τελικά οι τρέχουσες θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα υπερισχύσουν των αντίστοιχων αρνητικών. Εάν, δηλαδή, η τρέχουσα ανάκαμψη μετατραπεί σε μελλοντική βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό θα εξαρτηθεί πρωταρχικά από το διεθνείς περιβάλλον καθώς επιδείνωση της κρίσης στο διεθνές περιβάλλον θα επηρεάσει και την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Αν όμως δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η οικονομία θα εξαρτηθεί από τις επιλογές της κυβέρνησης, την επόμενη τριετία, μέχρι το 2027.
Γιατί μέχρι το 2027; Διότι τότε τελειώνει η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Μέχρι τότε υπάρχει σχέδιο και χρηματοδότηση, άρα υπάρχει ένα παράθυρο ανοικτό στις ευκαιρίες κι αυτό το παράθυρο θα πρέπει να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση.
Μετά το 2027
Στον επίλογο της ανάλυσης υπογραμμίζεται: «Μετά το 2027, τα πράγματα δυσκολεύουν: η κλιματική κρίση θα βαθαίνει, η ψηφιακή μετάβαση θα δυσκολεύει, η διευθέτηση του χρέους θα βαραίνει τον προϋπολογισμό, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες θα περιορίζουν την ευχέρεια της οικονομικής πολιτικής και, το κυριότερο όλων, το δημογραφικό πρόβλημα θα διογκώνεται.
Πρέπει επομένως να «εκμεταλλευτεί» η κυβέρνηση τη σημερινή συγκυρία, όπου η οικονομία βρίσκεται σε έναν ενάρετο κύκλο και να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης».