ΛΑΡΚΟ: Πώς οδηγήθηκε στη χρεοκοπία και τα μέτρα της κυβέρνησης

ΛΑΡΚΟ: Πώς οδηγήθηκε στη χρεοκοπία και τα μέτρα της κυβέρνησης

Ο «φάκελος» ΛΑΡΚΟ είναι από τις πιο πονεμένες ιστορίες του ελληνικού επιχειρείν, με ένα βαρύ ιστορικό που συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν την Ελλάδα στην οικονομική κατάρρευση, την κρίση και τα μνημόνια. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι πρώτες «σεισμικές δονήσεις» στην ελληνική βιομηχανία έκαναν την εμφάνισή τους την περίοδο που η ελληνική οικονομία ξεκινούσε ακάθεκτη την καθοδική πορεία της.

Το 2009, όταν η οικονομική κρίση χτυπούσε ρυθμικά την πόρτα της χώρας μας η ΛΑΡΚΟ ήταν ζημιογόνα, ενώ νωρίτερα είχε ξεκινήσει η διαδικασία αναζήτησης επενδυτή ο οποίος θα αναλάμβανε το «management» της εταιρείας προκειμένου να τη βγάλει από το μονόδρομο της χρεοκοπίας. Το ιστορικό υπόβαθρο της ΛΑΡΚΟ προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών επενδυτών, όμως οι πολιτικές εξελίξεις εκείνης της περιόδου έβαλαν στον…πάγο το πρότζεκτ, γεγονός που οδήγησε σε λύσεις - ημίμετρα που απλά παρέτειναν το πρόβλημα βιωσιμότητας της επιχείρησης.

Μοιραία, το ελληνικό δημόσιο αναγκάστηκε, υπό τη «Δαμόκλειο σπάθη» της κατάρρευσης της εταιρείας, να καταβάλει πάνω από 65 εκατ. ευρώ μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Αυτή η σημαντική «ένεση» ρευστότητας επέτρεψε στη ΛΑΡΚΟ να σηκώσει πάλι τα ρολά της το 2010 ώστε το δεύτερο εξάμηνο του έτους να μπει εκ νέου σε πλήρη λειτουργική κερδοφορία.

Τρία έτη κερδοφορίας μέσα σε 11 χρόνια 

Ο κακοτράχαλος δρόμος, όμως, στον οποίο είχε μπει από το 2008 μέχρι και το 2019 η ελληνική οικονομία έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη λειτουργία της ΛΑΡΚΟ, ενώ η λέξη «κερδοφορία» αποτέλεσε de facto απαγορευμένη λέξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε αυτή την 11ετία η εταιρεία έμπαινε μέσα, παρουσιάζοντας κέρδη για τα έτη 2010, 2011 και 2016. Τα υπόλοιπα χρόνια οι ζημιές κυριάρχησαν για να φτάσουν κάποια στιγμή να ξεπεράσουν τα 600 εκατομμύρια ευρώ.

Την ίδια στιγμή, οι συνθήκες ύφεσης που…σκέπαζαν την καθημερινότητα του συνόλου των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τα πολύπλευρα προβλήματα που συγκεντρώνονταν στον «πυρήνα» της ΛΑΡΚΟ, εμπόδιζαν τόσο την ανάπτυξή της όσο και την προσαρμογή της λειτουργίας της σε νέα δεδομένα, που ενδεχομένως θα εξασφάλιζαν την επιβίωσή της. Το μετάλλευμα των ορυχείων άρχισαν να μειώνονται και αυτό απαιτούσε άμεσες επενδύσεις, αλλαγή του τρόπου λειτουργίας και εκσυγχρονισμό. Αυτό, φυσικά, δεν συνέβη ποτέ, καθώς απαιτούσε επένδυση πολλών εκατομμυρίων ευρώ.

Το «ράπισμα» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παράνομη κρατική χρηματοδότηση

Το κερασάκι στην «τούρτα» μπήκε το 2014, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ΛΑΡΚΟ έλαβε ασύμβατη κρατική ενίσχυση. Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, μια επιχείρηση μπορεί να λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο είτε σχεδίου αναδιάρθρωσης για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της, είτε σχεδίου εξυγίανσης για την εύρυθμη εκκαθάρισή της. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ότι το δημόσιο χρήμα δαπανάται στο ελάχιστο και δεν σπαταλάται σε προβληματικές επιχειρήσεις που διατηρούνται τεχνητά στην αγορά.

Στην περίπτωση της ελληνικής μεταλλευτικής εταιρείας έγιναν όλα ανάποδα. Η εταιρεία χρηματοδοτήθηκε κανονικά από το δημόσιο, αλλά η χώρα μας δεν υπέβαλε ποτέ σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εξυγίανσης της ΛΑΡΚΟ. Μάλιστα, ο «φάκελος» των παράνομων κρατικών ενισχύσεων επέφερε και σοβαρές χρηματικές «καμπάνες» για την Ελληνική Δημοκρατία και συγκεκριμένα καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ύψους 5,5 εκατ. ευρώ και επιπλέον χρηματική ποινή ύψους 4,368 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο καθυστέρησης η οποία, μάλιστα, καταβάλλεται έως σήμερα.

Πλέγμα μέτρων για τη στήριξη των εργαζομένων 

Το 2020 η εταιρεία μπήκε σε καθεστώς Ειδικής Διαχείρισης, κατόπιν απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, λόγω της αδυναμίας της να αποπληρώνει συσσωρευμένα χρέη σε προμηθευτές, ασφαλιστικούς οργανισμούς και πιστωτές ύψους 470 εκατ. ευρώ. Η κυβέρνηση προχώρησε σε μείωση του μισθολογικού κόστους κατά 25% μεσοσταθμικά, προκαλώντας την οργή των εργαζομένων.

Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, το «ψαλίδι» δεν ακούμπησε τους χαμηλά αμειβόμενους, αλλά κυρίως τους παλαιούς και περισσότερο υψηλόμισθους εργαζομένους των 2.000-3.000 ευρώ και άνω. Ακολούθησε η προκήρυξη διαγωνισμών για την πώληση των περιουσιακών της στοιχείων. Το επενδυτικό ενδιαφέρον, όμως, ήταν ισχνό.

Παρά τα πολύπλευρα προβλήματα το κράτος συνέχισε, και μετά την ένταξη της εταιρείας σε καθεστώς Ειδικής Διαχείρισης, να καλύπτει τη μισθοδοσία των εργαζομένων, δαπανώντας μέχρι σήμερα περί τα 120 εκατ. ευρώ. Το καλοκαίρι του 2022  η κυβέρνηση προχώρησε σε  καταγγελία συμβάσεων των εργαζομένων και καταβολή αποζημιώσεων, ενώ ακολούθως, κατά το διάστημα από 28/07/2022 έως 10/04/2024, ο Ειδικός Διαχειριστής υπέγραψε μαζί τους επτά συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Η προβληματική κατάσταση της εταιρείας συνεχιζόταν και η κυβέρνηση ανακοίνωσε στις αρχές Απριλίου τον τερματισμό αυτού του καθεστώτος και την υιοθέτηση ενός συστήματος μεταβατικής κάλυψης των εργαζομένων. Τότε δόθηκε και επιπλέον τελευταία παράταση έως 12/05/2024, ώστε να έχουν εύλογο χρόνο ειδοποίησης οι εργαζόμενοι που στη συνέχεια τους δίνεται η δυνατότητα να ενταχθούν στο πρόγραμμα απασχόλησης της ΔΥΠΑ.

Στη συνέχεια, με προσωρινή διαταγή του αρμόδιου δικαστηρίου, μέχρι την εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων, οι εργαζόμενοι συνέχισαν να πληρώνονται έως και τα μέσα Ιουλίου. Πριν από λίγες μέρες, όμως, το δικαστήριο που εξέτασε τα ασφαλιστικά μέτρα απέρριψε τις προσφυγές των σωματείων των εργαζομένων εναντίον των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης και τώρα τα μέτρα αυτά πρέπει να εφαρμοστούν.

Τον Μάρτιο του 2024 η κυβέρνηση, με στόχο την περαιτέρω στήριξη των εργαζομένων, ανακοίνωσε πρόσθετα μέτρα μεταβατικής κάλυψης των εργαζομένων με βάση αντίστοιχα μέτρα που είχαν ληφθεί σε άλλες επιχειρήσεις (π.χ. ναυπηγεία Σκαραμαγκά). Η βεντάλια των πρόσθετων παρεμβάσεων περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, υλοποίηση προγραμμάτων μέσω της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης για την πρόσληψη όσων βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας. Προβλέφθηκε, επίσης, ένα προσωρινό δίχτυ ασφαλείας που εξασφάλιζε τη στέγαση και την υγειονομική κάλυψη των εργαζομένων.