Του Γιώργου Φιντικάκη
Ένα success story, που στην πράξη όμως δεν εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα, επιχειρείται τελευταίως να καλλιεργηθεί από πολλές πλευρές αναφορικά με την έξοδο στις αγορές για επιχειρήσεις και Δημόσιο.
Δεκάδες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις που δεν έχουν την φήμη των 5-10 μεγαλύτερων ελληνικών ομίλων, χρειάζονται επειγόντως αναχρηματοδότηση με φθηνό χρήμα των δανειακών τους αναγκών, ποντάρουν σε αυτήν εδώ και χρόνια, βλέπουν ωστόσο τις προσδοκίες τους για ομαλοποίηση να κλωτσιούνται σαν τενεκεδάκι στο μέλλον, αφού απέχουμε ακόμη από το ραντεβού με τις αγορές.
Απέχουμε δηλαδή ακόμη από την κανονικότητα, παρά τις πληροφορίες για "πρωτοβουλία Μέρκελ" σχετικά με την περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του χρέους, που θα διευκολύνει την ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο QE, γεγονός που επιχειρείται να αξιοποιηθεί επικοινωνιακά από πολλές πλευρές.
Ενώ είναι δεδομένο ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν σχέδια για μεγάλες εταιρικές εκδόσεις, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι μαζικές κινήσεις, θα γίνουν μόνο όταν το ελληνικό 10ετές ομόλογο πέσει αρκετά κάτω από το 5%. Σήμερα βρίσκεται οριακά κάτω από 7%, και παρότι ένα μήνα πριν βρισκόταν στο 8%, η αγορά θεωρεί ότι έχει ακόμη δρόμο μέχρι να πιάσει τα επιθυμητά επίπεδα.
Υπό αυτή την έννοια, τόσο η προ ημερών ανακοίνωση του ΟΠΑΠ για έκδοση κοινού ομολογιακού δανείου από 100 έως 200 εκατ. ευρώ που θα εισαχθεί για διαπραγμάτευση στο ελληνικό χρηματιστήριο, όσο και η πληροφορία ότι η Sunlight του ομίλου Γερμανού ετοιμάζει την έκδοση εταιρικού ομολόγου, κοντά στα 50 περίπου εκατ. ευρώ, ναι μεν αποτελούν προάγγελο του τι θα επακολουθήσει, συνιστούν ωστόσο για την ώρα σποραδικές μόνο κινήσεις.
Να πέσει κάτω από 4% και βλέπουμε...
"Την στιγμή αυτή δεν βλέπουμε κάτι καλύτερο σε επιτόκιο από το 4,875% με το οποίο αντλήσαμε 375 εκατ ευρώ τον περασμένο Οκτώβριο", λέει στο Liberal.gr πηγή των ΕΛΠΕ αναφορικά με το ενδεχόμενο επικείμενης νέας εξόδου τους στις αγορές. Αν ο όμιλος διαπιστώσει παράθυρο ευκαιρίας, δηλαδή επιτόκιο κάτω του 4%, τότε φυσικά θα το συζητήσει, όπως λέει ο συνομιλητής μας, την στιγμή αυτή ωστόσο ούτε έχουν διαμορφωθεί τέτοιες συνθήκες, ούτε και συντρέχει λόγος. Άλλωστε τα 264 εκατ. ευρώ της συμπληρωματικής λήξεως του ομολόγου του προσεχούς Μαίου, έχουν ήδη τακτοποιηθεί και καλυφθεί από άλλες χρηματοδοτικές πηγές, όπως λένε τα ΕΛΠΕ.
Άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, που βρίσκονται καιρό τώρα με το όπλο παρά πόδα, έχοντας κάνει σχέδια για σημαντικές εταιρικές εκδόσεις, εκφράζουν τελευταίως προβληματισμό και επιφυλάξεις ως προς το πόσο κοντά είναι η πολυπόθητη αυτή ώρα. Δεν βλέπουν να κινείται κάτι γρήγορα στην διαπραγμάτευση, φοβούνται ότι χάνεται χρόνος και ότι ίσως το πράγμα να συρθεί έτσι για μήνες, ίσως ως και το καλοκαίρι.
Στην ουσία, με την στάση τους αποδομούν αυτό το success story που εντέχνως καλλιεργείται τόσο από την χρηματιστηριακή αγορά, όσο και από τις τράπεζες, στα χαρτοφυλάκια των οποίων βρίσκονται 5,5 δισ. ευρώ κρατικών ομολόγων, τα οποία με μια γρήγορη ένταξη στο QE θα μπορούσαν να αποδειχθούν ένας μικρός θησαυρός που θα τις βοηθήσει να ανακάμψουν και να αποφύγουν τα χειρότερα.
Την ίδια όμως στιγμή, η κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί δια στόματος του υπ. Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτου ότι η αξιολόγηση δεν κλείνει δίχως συμφωνία για χρέος και πλεόνασμα. Ακόμη και αν επέλθει συμφωνία για τα μέτρα ως προς το δημοσιονομικό τους ύψος, όπως επίσης και ως προς τα αντισταθμιστικά, δεν είναι βέβαιο ότι θα προωθηθούν προς ψήφιση στην Βουλή αν δεν έχει ολοκληρωθεί πρώτα η συμφωνία-πακέτο για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Μεταλλουργία και βαριά βιομηχανία
Σαν να λέμε ότι υπό προυποθέσεις, η έξοδος στις αγορές δεν είναι πάρα πολύ μακριά, ωστόσο δεν είναι και τόσο κοντά όσο το κλίμα που κάποιοι καλλιεργούν. Στο πλαίσιο αυτό στέλεχος βαριάς βιομηχανίας που είχε ποντάρει στο περυσινό αφήγημα περί ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης ως τον Δεκέμβριο, μεταφέρει μια αίσθηση επιφυλακτικότητας ως προς την γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, και την συνεπακόλουθη ένταξη στο QE. Δεν είναι η έκδοση εταιρικού ομολόγου κάτι που απασχολεί την καθημερινότητα των στελεχών της εταιρείας, εξηγεί με νόημα, ενώ εκφράζει το φόβο για το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη συμφωνήσει σε πολλά θέματα, ακόμη και θεωρητικά εύκολα (π.χ. Υπερταμείο). Θεωρεί, δε, κρίσιμο δείγμα για τις από εδώ και πέρα εξελίξεις, κατά πόσο ο τελικός λογαριασμός αυτής της πρώτης εβδομάδας διαπραγμάτευσης, θα έχει οδηγήσει σε συγκλίσεις και που. "Εάν και η επόμενη εβδομάδα κυλήσει μέσα στην ίδια ασάφεια αυτής που διανύουμε, τότε θα ανησυχούσα", λέει χαρακτηριστικά.
Θεωρητικά θα ήθελε να βγει και η ΔΕΗ
Στην ουρά όσων ενδιαφέρονται να βγουν στις αγορές, εάν και εφόσον το επιτόκιο πέσει στο 4%, θα μπορούσε να εντάξει κάποιος θεωρητικά και την ΔΕΗ. Εγχείρημα από την μια πλευρά εξαιρετικά δύσκολο, αφού το αξιόχρεο της με πάρα πολλά προβλήματα ΔΕΚΟ είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτό του ελληνικού Δημοσίου, από την άλλη όμως πλευρά αναγκαίο, προκειμένου η κρατική επιχείρηση να μπορέσει να δανειστεί φθηνά.
Η ΔΕΗ έχει να βγει στις αγορές τρία ολόκληρα χρόνια, από τον Μαίο του 2014. Έτσι, την Πρωτομαγιά καλείται να αποπληρώσει ένα ευρωομολόγο 200 εκατ. ευρώ που είχε συνάψει με 3ετή διάρκεια τον Μάιο του 2014 (με 4,75%), ενώ ο επόμενος μεγάλος "κάβος" είναι το 2019. Τότε λήγει ένα μεγάλο ομόλογο 500 εκατ. ευρώ, που επίσης είχε συνάψει η ΔΕΗ το 2014, με επιτόκιο 5,5%.
Τι καλύτερο για την ΔΕΗ από το να μπορούσε να τα αποπληρώσει αμφότερα με φθηνό χρήμα από τις αγορές. Θεωρητικά η ίδια θα το ήθελε, πρακτικά είναι εξαιρετικά δύσκολο όταν η ΔΕΗ βρίσκεται μονίμως στο μάτι των ξένων οίκων, που θέτουν σε αμφισβήτηση την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, λόγω ακριβώς της δοκιμαζόμενής της ρευστότητας.
Όπως λέει άνθρωπος της χρηματιστηριακής αγοράς, αν η ΔΕΗ είχε καταφέρει να συμμαζέψει την ρευστότητά της, σίγουρα θα συγκαταλέγονταν στις 5-10 μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας οι οποίες έχουν ήδη καταστρώσει σχέδια έκδοσης μεγάλων ομολογιακών δανείων και περιμένουν τα επιτόκια να πέσουν και να βελτιωθεί το κλίμα, προκειμένου μόλις κλείσει η αξιολόγηση και μπει η Ελλάδα στο QE, να βγουν στις αγορές.
Όσο όμως η ρευστότητα της ΔΕΗ βρίσκεται επί ξηρού ακμής, τόσο θα καθίσταται όμηρος των υψηλών επιτοκίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, και η πρόσβασή της σε φθηνό χρήμα, θα παραμένει το ζητούμενο.