Του Απόστολου Σκουμπούρη
Και μόνο ότι η εταιρεία Μαρινόπουλος – με 12 χιλιάδες εργαζόμενους – είναι ένας από τους πέντε – έξι μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, μετά από ομίλους όπως MIG, ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΕΥΔΑΠ, φτάνοντας να «τζιράρει» το 1% του ΑΕΠ της Ελλάδος, καταλαβαίνουμε για τι εκτόπισμα ομίλου μιλάμε, αλλά συνάμα και για, τι... καταστροφή, σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση!
Στην περίπτωσή του είναι τέτοια τα μεγέθη, το... άπλωμα, η επιρροή και τα νούμερα, που σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να υπάρξει... αναίμακτη μετάβαση σε καθεστώς προστασίας. Τα ερωτήματα της αγοράς, πολλά και εύλογα. Που πήγαν τα λεφτά; Πως ένας τόσο μεγάλος όμιλος εμφανίζει τόσο τεράστια προβλήματα σε βαθμό χρεοκοπίας; Γιατί δεν δόθηκε προσοχή στα σημάδια των τελευταίων ετών, ώστε να ανακοπεί το άπλωμα και να γίνει καλύτερη - πιο αμυντική - διαχείριση;
Οι χιλιάδες προμηθευτές που έχουν εκτεθεί σε τεράστια ανοίγματα στον όμιλο, ζητούν ξεκάθαρες απαντήσεις και πλήρη ενημέρωση. Όπως τονίζουν στο Liberal, η πρόταση του ομίλου για εξυγίανση θα πρέπει να συνδυάζεται με πειστικές και ξεκάθαρες απαντήσεις για το πως φτάσαμε ως εδώ. Στο λιανεμπόριο, η είσπραξη γίνεται τοις μετρητοίς, ενώ οι προμηθευτές πληρώνονται έξι, οκτώ ή και δέκα μήνες αργότερα!
Ποιος ευθύνεται για την κακοδιαχείριση; Πως η εταιρεία συνέχιζε να αναλαμβάνει ευθύνη κρατώντας σε... ομηρία χιλιάδες οικογένειες εργαζομένων και προμηθευτών; Επίσης, οι όποιες λύσεις επιλεγούν, θα πρέπει να έχουν την έμπρακτη (οικονομική) συμμετοχή της οικογένειας. Αυτό προστάζει και η ηθική και η ιστορία της μεγάλης οικογένειας.
Ιστορία σαν... παραμύθι
Η ιστορία της οικογένειας Μαρινόπουλου, δεν είναι (ή τουλάχιστον δεν... ήταν) αντιπροσωπευτική με τα τεκταινόμενα των τελευταίων ημερών και μηνών. Το αντίθετο θα λέγαμε...
Από τα μεγάλα επιχειρηματικά «τζάκια» της χώρας, η οικογένεια Μαρινόπουλου έχει δείξει στο διάβα των δεκαετιών ότι γνωρίζει καλά το χώρο του λιανικού εμπορίου, ξέρει από διοίκηση επιχειρήσεων, έχοντας αντεπεξέλθει σε αντίξοες συνθήκες εδώ και πολλά χρόνια. Με ιστορία που «πατά» σε τρεις αιώνες, η οικογένεια είναι από τις κατ'' εξοχήν συνδεδεμένες με την παλιά, κλασική Αθήνα, με την (τότε και τώρα) υψηλή κοινωνία, με ότι «κουβαλά» μια γενιά που μπολιάστηκε με εκείνα τα δύσκολα αλλά και γοητευτικά κατά πολλούς χρόνια.
Στα αξιοσημείωτα και καθόλου συνηθισμένα χαρακτηριστικά είναι ότι - παρά τα πολυσχιδή συμφέροντα και τις... δαιδαλώδεις «διαδρομές» των επιχειρήσεων - η οικογένεια ποτέ δεν είχε (σοβαρές) εσωτερικές έριδες και διαμάχες. Τόσο η προηγούμενη γενιά, όσο και τα τέσσερα ξαδέρφια και όλοι οι γύρω τους έχουν μοιράσει τα projects έχοντας άριστη συνεργασία, παρά τις κατά καιρούς αποτυχίες και απογοητεύσεις, στοιχείο εξαιρετικά σπάνιο, όπως η ιστορία έχει δείξει.
Το πρώτο... φιτίλι με το φαρμακείο – πρότυπο για την εποχή
Η γενεσιουργός επιχειρηματική κίνηση για την οικογένεια έγινε πριν από 123 χρόνια, όταν το 1893 ο Δημήτριος Μαρινόπουλος με καταγωγή από την Ελίκη Αιγιαλείας, ανοίγει το πρώτο φαρμακείο στη Νεάπολη της Αθήνας. Κατόπιν αρχές του 1900 το φαρμακείο θα μεγαλώσει και θα μεταφερθεί σε μεγαλύτερο κτήριο στη συμβολή των οδών Σόλωνος και Ζωοδόχου Πηγής, ενώ το 1905, ανοίγουν – μαζί με τον αδερφό του Πάνο - ένα ακόμη φαρμακείο στην οδό Φιλελλήνων. Τα φαρμακεία των Μαρινόπουλου ήταν πρωτοπόρα για την τότε... παρθένα επιχειρηματικά εποχή, όπου κάθε καινοτομία φάνταζε ως ο απόλυτος... κράχτης για το κοινό.
Κύριο χαρακτηριστικό των αδερφών Μαρινόπουλου ήταν η εξωστρέφεια και η αντίληψη των επιχειρηματικών εξελίξεων, κάτι που έφερε σύντομα συνεργασίες με ξένες εταιρείες και φαρμακευτικούς οίκους. Το 1908 ανοίγει το ακόμη πιο εξελιγμένο και πολυτελείας φαρμακείο στην πλατεία Ομονοίας, που δεν είναι ένα απλό φαρμακείο, αλλά ένα κέντρο περιποίησης, καθοδήγησης, συμβουλών και άλλων παρόμοιων υπηρεσιών πρωτοπόρων για την εποχή.
Η ΦΑΜΑΡ και η είσοδος στο λιανικό εμπόριο
Μεταπολεμικά, η οικογένεια – ως φυσική εξέλιξη - μπαίνει στη βιομηχανική παραγωγή φαρμάκων όταν οι δύο γιοι του Πάνου Μαρινόπουλου, Ιωάννης και Δημήτρης ιδρύουν το 1949 τη φαρμακοβιομηχανία ΦΑΜΑΡ. Εταιρεία παραγωγής φαρμάκων και καλλυντικών για λογαριασμό τρίτων στην Ευρώπη.
Πρόκειται για εταιρεία με λαμπρή πορεία έκτοτε, καθώς πλέον έχει φτάσει να συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών παραγωγής φαρμάκων και καλλυντικών για λογαριασμό τρίτων στην Ευρώπη. Διαθέτει ένα δίκτυο από 11 εργοστάσια παραγωγής, σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες, διαθέτει τέσσερα κέντρα ανάπτυξης και τρία κέντρα διανομής. Απασχολεί περίπου 1.900 εργαζόμενους, ενώ η οικογένεια φέρεται να ψάχνει από πέρυσι αγοραστή, με ξένο όμιλο να την κοστολογεί περί τα 400 εκατ. ευρώ.
Το 1962 η οικογένεια μπαίνει στο λιανικό εμπόριο με τη δημιουργία των πρώτων – ουσιαστικά - σούπερ μάρκετ στη χώρα, τα επονομαζόμενα ως καταστήματα αυτοεξυπηρέτησης, με την επωνυμία Self Service Μαρινόπουλος. Σταδιακά έρχεται η συμφωνία με το γαλλικό όμιλο Le Printemps, συμφωνία που έφερε περαιτέρω ανάπτυξη και διεύρυνση δικτύου πωλήσεων, καθώς τα καταστήματα μετονομάζονται σε Prisunic Μαρινόπουλος, ή αλλιώς PM όπως έγιναν γνωστά για περίπου 20 χρόνια.
Η συμμετοχή στην IMAKO
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο πρώην διευθυντής του περιοδικού «Κλικ» Πέτρος Κωστόπουλος ήρθε σε ρήξη με τον εκδότη Άρη Τερζόπουλο γύρω στο 1993 προχώρησε το 1994 στην ίδρυση της εταιρείας ΙΜΑΚΟ και στην έκδοση περιοδικών όπως το «Nitro», το «Down Town», καθώς και του ραδιοσταθμού Nitro FM κ.α. Τότε, ο Πάνος Μαρινόπουλος (προσωπικά και ανεξάρτητα από τον όμιλο) συμμετείχε για κάποια χρόνια στην όλη επιχειρηματική προσπάθεια, εξού και το όνομα ΙΜΑΚΟ βγήκε από τα αρχικά των Ι(ωάννου)ΜΑ(ρινόπουλος) ΚΟ(στόπουλος). Έτσι κι αλλιώς ο Π. Μαρινόπουλος είναι λάτρης του life style, άνθρωπος εξωστρεφής και μποέμ, από τους πλέον γνωστούς στην Αθηναϊκή (και όχι μόνο) νύκτα από το ''90 και εντεύθεν...
Η αποχώρηση των Γάλλων, ο έλεγχος των Carrefour και τα προβλήματα
Παράλληλα δημιουργούνται τα Beauty Shops, ενώ το 1999 υλοποιείται νέα συμφωνία με Γάλλους, μέσω του project Carrefour-Μαρινόπουλος, με τους δύο ομίλους να συμμετέχουν από 50% - 50%.
Οι Γάλλοι, ήδη είχαν ανακάμψει στην ελληνική αγορά λιανικού εμπορίου μέσω των καταστημάτων Continent από το 1992. Η εταιρεία ήδη είχε περάσει στην τρίτη γενιά Μαρινόπουλων, καθώς τα ηνία πλέον εδώ και χρόνια έχουν τα τέσσερα παιδιά των Δημήτρη και Γιάννη Μαρινόπουλου.
Μετά από μια 20ετία περίπου από τη (νέα) είσοδό τους, οι Γάλλοι αποφασίζουν να αποχωρήσουν από το σχήμα Carrefour-Μαρινόπουλος, πουλώντας τη συμμετοχή τους στην ελληνική οικογένεια που ανέλαβε κατ'' επέκταση όλη την ευθύνη, τα οφέλη και τα ρίσκα. Στην οικογένεια Mαρινόπουλοι αποφασίζουν να κρατήσουν μόνοι τους της εταιρεία με στόχο να την επαναφέρουν σε αναπτυξιακή τροχιά και να την καταστήσουν κερδοφόρα.
Όμως η απόφαση των Γάλλων ήρθε σε μια συγκυρία που η κρίση «χτύπαγε» για τα καλά το λιανικό εμπόριο της Ελλάδος. Τότε, γύρω στο 2010 με 2012 η εταιρεία λειτουργούσε περίπου 800 καταστήματα, εκ των οποίων τα 41 ήταν μεγάλα υπερμάρκετ και τα 290 σούπερ μάρκετ. Τότε ήρθαν και οι ζημιές σε κάποιες χρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια, μετά τη φυγή των Γάλλων από τα Carrefour η οικογένεια δεν μπόρεσε να βρει τις λύσεις ώστε να κρατήσει τον κόσμο στα σούπερ μάρκετ της, εν μέσω μεγάλου ανταγωνισμού αλλά και εν μέσω της χειρότερης κρίσης στη χώρα εδώ και δεκαετίες. Ο όμιλος Μαρινόπουλου παρουσιάζει μειωμένο κύκλο εργασιών διαδοχικά από το 2010 και εντεύθεν, χωρίς να καταφέρει να βρει απαντήσεις. Μέσω προσφορών και άλλων... τρυκ που είθισται στο λιανικό εμπόριο έγινε προσπάθεια επανάκτησης μέρους της αγοράς που χάνονταν σταδιακά, χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Ίσως τότε να ήταν και η εποχή - κλειδί, που θα έπρεπε να παρθούν δραστικά μέτρα εξυγίανσης και συμμαζέματος...
Οι απόπειρες με Starbucks, Mark & Spenser, GAP, FNAC
O όμιλος Μαρινόπουλου, από το 1990 και μετά ασχολήθηκε και με άλλες δραστηριότητες, φέρνοντας στην Ελλάδα και άλλες φίρμες, ξακουστές στο εξωτερικό, όπως την αμερικανική αλυσίδα καφέ Starbucks. Ύστερα από συμφωνία με τη Starbucks Coffee International, απέκτησε τα δικαιώματα για την Ελλάδα και όλα τα Βαλκάνια. Μάλιστα, στο... πικ της ανάπτυξης, έφτασε να έχει πάνω από 60 Starbucks (με τη μέθοδο franchise) στην Ελλάδα και πολλά σε χώρες όπως Βουλγαρία και Ρουμανία. Πλέον, έχουν πουληθεί τα δικαιώματα για τις ξένες χώρες, ενώ και στην Ελλάδα ο αριθμός των καταστημάτων έχει περιοριστεί πάρα πολύ. Επίσης, η Μαρινόπουλος έφερε στην Ελλάδα τα Mark & Spenser, τα GAP, τα Grand Optical και την αλυσίδα καλλυντικών Sephora, ενώ είχε φέρει και τη γαλλική φίρμα FNAC η οποία έκλεισε πριν από δύο – τρία χρόνια. Όλες οι ανωτέρω φίρμες, αντιμετωπίζουν προβλήματα, με κλείσιμο καταστημάτων και συρρίκνωση, κυρίως λόγω της κρίσης αλλά και του ανταγωνισμού.
Από τους 5-6 μεγαλύτερους εργοδότες στη χώρα
Στο... πικ της η εταιρεία έφτασε να ελέγχει περίπου 1.085 καταστήματα, απασχολώντας πάνω από 15.000 εργαζόμενους! Πλέον, απασχολεί περί τους 12 χιλιάδες εργαζόμενους, όντας ένας - όπως προαναφέρθηκε - από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, μετά τη MIG (51.000 εργαζόμενοι), τη ΔΕΗ (πάνω από 22.000), τον ΟΤΕ και την ΕΥΔΑΠ!
Πάντως, τόσο ο ίδιος ο όμιλος, όσο και οι τράπεζες που τόσα χρόνια «τάισαν» ένα σύστημα που δεν έβγαινε, θα πρέπει να απαντήσουν πειστικά και καθαρά για το πως φτάσαμε ως εδώ. Γιατί την περίοδο της ευδαιμονίας, ο υπέρμετρος και χωρίς κανένα έλεγχο δανεισμός, διόγκωσε τη ζημιά. Και δεν χρωστούν τίποτα οι χιλιάδες οικογένειες εργαζομένων αλλά και προμηθευτών να μείνουν... θεατές στην όποια προστασία υπάρξει μέσω διατάξεων του νόμου...
Το... έργο, το έχουμε δει πολλάκις στην Ελλάδα. Εδώ όμως, είναι τέτοιο το μέγεθος, που σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να γίνει... ανεκτή μια... αναίμακτη κατάσταση μετάβασης σε καθεστώς προστασίας, χωρίς πειστικές απαντήσεις. Απαιτείται πλήρης διαφάνεια για το που πήγαν τα κεφάλαια, γιατί δεν πληρώνονταν εγκαίρως οι προμηθευτές, αν έγινε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης για... εκβιασμό των μεγάλων ή μικρών προμηθευτών, αν υπήρξαν πολιτικές παρεμβάσεις για τραπεζικές εξυπηρετήσεις...