Μπορεί η διακοπή των περισσότερων αθλητικών συναντήσεων λόγω του κορονοιού, να έχει «κουτσουρέψει» τους τζίρους του διαδικτυακού στοιχήματος, τους πρώτους μήνες του 2019, αυτό δεν απέτρεψε, όμως και τους 13 παρόχους που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, με το λεγόμενο «ενδιάμεσο καθεστώς», να αιτηθούν τις νέες άδειες στο πλαίσιο της ρύθμισης που «τρέχει» η ΕΕΕΠ. Και σύμφωνα με τις ενδείξεις, το επόμενο διάστημα στην ελληνική αγορά ιντερνετικού στοιχήματος, θα εμφανιστούν άλλοι 3 – 4 νέοι παίκτες, οι οποίοι διατηρούν ενδιαφέρον, λόγω και της «έκρηξης» που παρουσίασε ο κλάδος το 2019 με +19,8% σε τζίρο (στα 8,5 δις. ευρώ) και +10,9% σε ακαθάριστα έσοδα, τα οποία διαμορφώθηκαν σε 437,3 εκατ. ευρώ.
Στην «προθεσμία» της 31ης Μαρτίου που είχε θέσει η Επιτροπή Παιγνίων ως ημερομηνία υποβολής αιτήσεων για όσους παρόχους επιθυμούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, εμφανίστηκαν όλοι οι «παίκτες» της τρέχουσας online αγοράς. Ανάμεσά τους, οι ΟΠΑΠ, Stoiximan, Sportingbet, Betshop, Winmasters, Novibet, Interwetten, Bet365 κλπ. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές το επόμενο διάστημα θα εμφανιστούν και νέοι παίκτες που θα ζητήσουν άδειες οι οποίοι μπορούν να προχωρήσουν στις αιτήσεις μέχρι την έναρξη εφαρμογής του νέου πλαισίου. Ανάμεσά τους πιθανολογείται (όπως έχει ήδη αναφέρει το Liberal.gr), η συμμετοχή του ομίλου ΟΤΕ ο οποίος έχει ήδη τροποποιήσει το καταστατικό του προς το σκοπό αυτό, της ρωσικής Fonbet, της σκανδιναβικής Betsson και άλλων παικτών.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τις προβλέψεις του νέου Κανονισμού το σύστημα χορήγησης αδειών είναι «ανοικτό». Δηλαδή δεν υπάρχει διαγωνισμός, αλλά όποιος “παίκτης” ζητήσει άδεια την λαμβάνει καταβάλλοντας ως αντίτιμο ένα τίμημα και υπό την προϋπόθεση ότι καλύπτει τις συμβατικές απαιτήσεις που θέτει ο κανονισμός. Ειδικότερα, προβλέπονται δύο τύποι αδειών, 7ετούς διάρκειας. Η μία αφορά τη διεξαγωγή Διαδικτυακού Στοιχήματος (αθλητικό και μή στοίχημα), και χορηγείται έναντι 3 εκατ. ευρώ και η δεύτερη τη διεξαγωγή Λοιπών Διαδικτυακών Παιγνίων (λ.χ. ρουλέτα, μπλακ τζάκ κλπ). και χορηγείται έναντι 2 εκατ. ευρώ.
Κατά τις πληροφορίες, οι περισσότεροι «παίκτες» κινούνται να λάβουν και τους δύο τύπους αδειών μια και αυτό θεωρείται επιχειρηματικά ασφαλέστερο. Με το κόστος της «διπλής άδειας» να έχει πλαφόν στα 5 εκατ. ευρώ, μόνο για την απόκτησή τους οι παίκτες αυτοί θα καταβάλουν περί τα 65 εκατ. ευρώ, ενώ με την εμπλοκή περισσότερων δεν αποκλείεται τα πρώτα έσοδα για το δημόσιο ταμείο να φτάσουν και τα 80 εκατ. Σε αυτά βέβαια θα προστεθούν και τα έσοδα από τους φόρους, αφού οι πάροχοι διαδικτυακών παιγνίων (πέραν του εφάπαξ τιμήματος για τις άδειες) θα φορολογηθούν με 35% επί των καθαρών κερδών.
Την ίδια στιγμή, όλους τους εμπλεκόμενους στο διαδικτυακό τζόγο, προβληματίζει έντονα η «παύση» όλων των μεγάλων αθλητικών δραστηριοτήτων (όπως το Champions League, το UEFA League, η μπασκετική Euroleague και τα εθνικά πρωταθλήματα) στα οποία στηρίζουν τα περισσότερα παίγνια, αλλά και τα έσοδά τους. Αντίστοιχα μεγάλο πλήγμα διαμορφώνει και η μετάθεση του ποδοσφαιρικού Euro 2020, που μετατέθηκε για την επόμενη χρονιά. Η πτώση του τζίρου, ιδιαίτερα από το Μάρτιο και μετά, αν και δεν έχει καταγραφεί ακόμη επίσημα, είναι σημαντική. Και πλέον όλοι αναμένουν την άρση των περιορισμών και την επανεκκίνηση των αθλητικών δραστηριοτήτων, καθώς τα υπόλοιπα παίγνια (προ το παρόν τουλάχιστον) διαμορφώνουν ένα πολύ μικρότερο όγκο τους τζίρου τους, αν και με αυξανόμενη τάση.
Για την περίοδο 2016-2019, την πρώτη θέση μεταξύ των διαδικτυακών παιγνίων σε επίπεδο ακαθαρίστου εσόδου καταλαμβάνουν μακράν τα παίγνια κατηγορίας Betting, στην οποία περιλαμβάνονται το fixed odds betting, το in play betting και το virtual betting, με ποσοστά που κυμαίνονται από 73,47% έως 76,31%, τα οποία, ωστόσο, παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις πτωτική τάση την τελευταία διετία.
Ακολουθούν τα παίγνια On line Casino που περιλαμβάνουν τα virtual slots καθώς και τα live casino games, τα οποία ανέρχονται σε ποσοστά από 15,71% έως 23,88%, με αύξηση ακαθάριστου εσόδου περίπου 8% και τέλος, τα παίγνια Poker που κινούνται με πτωτικές τάσεις κλείνοντας το 2019 με ποσοστό επί του ακαθαρίστου εσόδου 2,65% (από 7,98% το 2016).
Πηγή: ΕΕΠ