Η αδειοδότηση των συχνοτήτων για τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα πέμπτης γενιάς (5G) και η αυξημένη χρήση ηλεκτρονικών επικοινωνιών λόγω της πανδημίας, ενίσχυσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το ύψος των χρεώσεων στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τη σχέση τους με το επίπεδο ανταγωνισμού. Αν και ο δημόσιος διάλογος μετατοπίσθηκε σε αξιολόγηση δεικτών, κατατάξεις χωρών και στην αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού, το ενδιαφέρον για το τελικό χρήστη/καταναλωτή παραμένει ορθά στην ποιότητα των υπηρεσιών που τον αφορούν και την τιμή που πληρώνει για αυτές. Και το ενδιαφέρον αυτό πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και να βρίσκει ανταπόκριση.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό καταρχήν, ότι η αγορά κινητών επικοινωνιών δεν είναι αγορά ρυθμιζόμενη ως προς τις χρεώσεις, με την εξαίρεση των χρεώσεων περιαγωγής (roaming). Αντίθετα αυτό ισχύει για την αγορά σταθερών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην οποία υπάρχει ρυθμιστικός έλεγχος, τόσο αναφορικά με τις χρεώσεις χονδρικής, όσο και έλεγχος των περιθωρίων κέρδους στη λιανική. Συνεπώς δεν μπορεί να επιβληθεί ρύθμιση των χρεώσεων χονδρικής ή λιανικής ή και κάποιο άλλο μέτρο επιχειρηματικής ή οικονομικής συμπεριφοράς στους παρόχους κινητής. Μπορούν να επιβληθούν μόνο μέτρα που επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία της αγοράς, τον ανταγωνισμό σε αυτή και τις επενδύσεις στοχεύοντας σε τελικά οφέλη για τον καταναλωτή.
Επίσης η σχέση τιμών και επιπέδου ανταγωνισμού (που συνήθως μετράται με τον αριθμό των παρόχων) δεν είναι ούτε a priori θετική και ούτε προφανής. H μελέτη της σχέσης αυτής, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον αρκετών μελετητών και ερευνητών, λόγω και του κύματος συγχωνεύσεων που έχει εκδηλωθεί πανευρωπαϊκά στον κλάδο της κινητής κατά την τελευταία δεκαετία –κύμα που οδήγησε σε μείωση του αριθμού των παρόχων υποδομής κινητών επικοινωνιών. Υπάρχουν μελέτες που, είτε δεν έχουν δείξει άμεση εξάρτηση των χρεώσεων από τον αριθμό των παρόχων, είτε έχουν δείξει ότι παρουσιάζεται υποχώρηση των χρεώσεων όταν μειώνεται ο αριθμός των παρόχων, π.χ. από 4 σε 3, λόγω αυξημένων και ταχύτερων επενδύσεων σε δικτυακές τεχνολογίες.
Ο μέσος όρος παρόχων δικτύου κινητών επικοινωνιών στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι συστηματικά μικρότερος από τρεισήμισι (3,5), γεγονός που δηλώνει ότι οι περισσότερες χώρες διαθέτουν τρεις (3) παρόχους υποδομής. Η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι χαρακτηριστική, καθώς από πέντε παρόχους που ήταν μέχρι το 2010, επιχειρήθηκε και περαιτέρω μείωση των παρόχων το 2016, η οποία τελικά όμως δεν εγκρίθηκε.
Η χώρα μας δεν αποτελεί ειδική περίπτωση, καθώς διαθέτει τρεις (3) παρόχους κινητών υπηρεσιών και η πρόσφατη δημοπρασία για τις συχνότητες 5G δεν προσέλκυσε τέταρτο υποψήφιο για την ανάπτυξη υποδομών δικτύου κινητών επικοινωνιών.
Γενικά, από την εισαγωγή της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘90, έγινε εμφανές ότι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς δεν ευνοούν την ύπαρξη τέταρτου παρόχου δικτύου κινητής τηλεφωνίας. Οι λόγοι είναι πολλοί και σίγουρα σε αυτούς περιλαμβάνονται το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον, η γεωγραφία της χώρας σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις κάλυψης, οι περιορισμένες δυνατότητες να αποκτηθεί ικανοποιητικό μερίδιο αγοράς που θα καθιστά τη επένδυση βιώσιμη μακροπρόθεσμα κ.λπ. Και η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επενδύσεις που απαιτούνται, σίγουρα δεν ευνοούν οποιοδήποτε νεοεισερχόμενο ως πάροχο υποδομής.
Ο ανταγωνισμός λοιπόν σε επίπεδο δικτύου, αν και γενικά είναι επιθυμητός, δεν μπορεί να επιβληθεί με τη μορφή κανονιστικού μέτρου (π.χ. με δέσμευση συχνοτήτων για νεοεισερχόμενο), ούτε οικονομικής παρέμβασης (π.χ. επιδότηση), καθώς, αντί να βελτιώσει την σχετική αγορά μπορεί να την επηρεάσει αρνητικά. Αντίθετα, ελεγχόμενες συγκεντρώσεις/συγχωνεύσεις/συνεργασίες, μπορούν να ισχυροποιήσουν πιο αδύνατους οικονομικούς παίκτες στο να ανταγωνισθούν μεγαλύτερους παίκτες και μακροπρόθεσμα να λειτουργήσουν υπέρ του τελικού καταναλωτή με ταυτόχρονη τεχνολογική εξέλιξη. Επίσης, η προσπάθεια ενίσχυσης του ανταγωνισμού στο επίπεδο των υπηρεσιών αντί της υποδομής, μπορεί να επιτρέψει την είσοδο περισσότερων παικτών σε εξειδικευμένες ή κάθετες αγορές, όχι ως παρόχους δικτύου, αλλά ως εικονικούς παρόχους (MVNO) ή εξειδικευμένους παρόχους υπηρεσιών.
Το επίπεδο υπηρεσιών και χρεώσεων στην κινητή τηλεφωνία θα πρέπει να αξιολογείται σε συνδυασμό και με τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει στην σταθερή πρόσβαση. Το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηστών, άνω του 60%, επιλέγει συνδυαστικά πακέτα σταθερής/κινητής και όχι αποκλειστικά πακέτα δεδομένων κινητής τηλεφωνίας που συνήθως αφορούν μικρό ποσοστό χρηστών. Τα ελληνικά νοικοκυριά που βασίζουν την πρόσβαση στο διαδίκτυο αποκλειστικά στο κινητό τηλέφωνο είναι λιγότερα από το 3% του συνόλου, με το ποσοστό αυτό να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Το χαρακτηριστικό αυτό της ελληνικής αγοράς οφείλεται και στο γεγονός ότι η χώρα μας, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει ενισχύσει τις υποδομές σταθερής πρόσβασης με σειρά σημαντικών παρεμβάσεων και δράσεων ανάπτυξης υποδομών από εναλλακτικούς φορείς (πάροχοι, δήμοι κ.ά.). Οι παρεμβάσεις αυτές μαζί με ρυθμιστικά μέτρα, με δράσεις συνάθροισης της ζήτησης (δίκτυα ΣΥΖΕΥΞΙΣ, ΕΔΕΤ κ.λπ.), αλλά και δράσεις ψηφιακού μετασχηματισμού και προώθησης της ευρυζωνικής χρήσης (π.χ. προγράμματα επιμόρφωσης κ.ά.), επέτρεψαν την είσοδο νέων παικτών στο τηλεπικοινωνιακό τοπίο, οδηγώντας σε ικανοποιητικό επίπεδο τον ανταγωνισμού υπηρεσιών, παρόλο που στο επίπεδο υποδομής το κύριο μέσο πρόσβασης είναι το χάλκινο καλώδιο.
Οι υπερεικοσαετείς αυτές παρεμβάσεις απέδωσαν προσφέροντας πρόσβαση σε ευρυζωνικές υπηρεσίες με προσιτές τιμές. Θα συνεχίσουν, μάλιστα, να υλοποιούνται σε μια προσπάθεια να υπάρχει περαιτέρω τεχνολογική εξέλιξη, όπως με την επερχόμενη εισαγωγή οπτικών ινών (Fiber-To-The-Home) στον τελικό χρήστη που αναμένεται να δώσει νέα ώθηση και στις υπηρεσίες. Οι δράσεις “Superfast Broadband (SFBB)” για περαιτέρω αύξηση του ρυθμού πρόσβασης πάνω από τα 100 Mbps και “Ultrafast Broadband (UFBB)” για παροχή ευρυζωνικής ταχύτητας σε μη προνομιούχες και οικονομικά βιώσιμες περιοχές είναι χαρακτηριστικές των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών.
Συμπερασματικά, τα μετρήσιμα οφέλη για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου των τελικών χρεώσεων των υπηρεσιών, θα πρέπει να βασίζονταται σε συστηματικές μελέτες και δείκτες τελικών τιμών και προσιτότητας. Για τη πλειοψηφία των συνδέσεων που ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία και οικονομία, οι τιμές κυμαίνονται μεσοσταθμικά στον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., ως αποτέλεσμα και των δράσεων που προαναφέρθηκαν.
Δεδομένης της τρέχουσας μέσης χρήσης δεδομένων, που χαρακτηρίζεται από τη αυξημένη πρόσβαση μέσω σταθερής σύνδεσης με τη χρήση Wi-Fi, οι τιμές δεδομένων κινητής στην ελληνική πραγματικότητα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προσιτές, λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλές προσφορές και εκπτώσεις που χρησιμοποιούνται. Οι τεχνολογικές εξελίξεις με τα δίκτυα 5G αναμένεται να προσφέρουν περαιτέρω δυνατότητες για ταχύτατη πρόσβαση στον τελικό καταναλωτή, καθώς θα αυξήσουν τη χωρητικότητα των δικτύων και θα αποτρέψουν την αξιοποίηση των χρεώσεων, ως παράγοντα αποφυγής της συμφόρησης στα δίκτυα. Τέλος, η αυξανόμενη εξοικείωση των χρηστών θα οδηγήσει σε καλύτερη αξιολόγηση της χρήσης τους και συνεπώς, σε βέλτιστη επιλογή πακέτου και δικτύου για τις ανάγκες τους.
* Ο Δημήτρης Βαρουτάς είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και Αντιπρόεδρος στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ)