Την αξιοποίηση των υπερπλεονασμάτων του προϋπολογισμού για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών στηρίζει ο ΣΕΒ με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων ώστε να ενισχυθούν η απασχόληση, το διαθέσιμο εισόδημα και να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Επιπλέον, τάσσεται πάντως υπέρ της μείωσης του αφορολόγητου και των συντάξεων, υποστηρίζοντας ότι έτσι αντιμετωπίζονται τα αυξανόμενα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος στο μέλλον λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού και επιπλέον διευρύνεται η φορολογική βάση, ώστε να διαμοιράζεται το φορολογικό βάρος σε περισσότερους φορολογούμενους (να πληρώνουν όλοι από λίγα και όχι λίγοι από πολλά) και να ανταμείβεται η συμμετοχή των ατόμων υψηλών δεξιοτήτων και προσόντων στην αγορά εργασίας.
Αναλυτικά το δελτίο του ΣΕΒ:
Οι στόχοι του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής επιτυγχάνονται κυρίως με τη μείωση συντάξεων και την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών ύψους 3 δισ. ευρώ το 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου (αύξηση εσόδων) ύψους 1,9 δισ. ευρώ το 2020. Ταυτόχρονα έχουν νομοθετηθεί εξισορροπητικές παρεμβάσεις (αντίμετρα), όπως η αύξηση των δαπανών κατά 1,2 δισ. ευρώ από το 2019 και η μείωση φόρων ύψους 2 δισ. ευρώ από το 2020.
Ως αποτέλεσμα αυτού του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου εκτιμάται ότι θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος, δηλαδή υπερπλεόνασμα, που σωρευτικά ανέρχεται σε 3,2 δισ. ευρώ το 2022, και που αξιοποιείται σε περαιτέρω μείωση φόρων και αύξηση παροχών την περίοδο μέχρι το 2022.
Υπενθυμίζεται ότι τα αντίμετρα τελούσαν (και ακόμη τελούν) υπό την αίρεση ότι θα επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ, που φαίνεται ότι ήδη επιτυγχάνονται στη βάση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων 2017-2018.
Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει την Ελληνική οικονομία με ένα αυτοκίνητο που καλείται να κάνει την απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη με λιγότερα καύσιμα και αυξημένα διόδια, μέρος των οποίων πιθανόν να επιστραφούν όταν φτάσει στον προορισμό του. Είναι προφανές ότι το σχήμα αυτό δεν έχει λογική για τις επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και η μείωση του αφορολόγητου είναι σημαντικές διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις. Αφενός, διότι έτσι αντιμετωπίζονται τα αυξανόμενα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος στο μέλλον λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού.
Αφετέρου, διότι έτσι καλύπτεται η ανάγκη επέκτασης της φορολογικής βάσης, ώστε να διαμοιράζεται το φορολογικό βάρος σε περισσότερους φορολογούμενους (να πληρώνουν όλοι από λίγα και όχι λίγοι από πολλά) αλλά και να ανταμείβεται και η συμμετοχή των ατόμων υψηλών δεξιοτήτων και προσόντων στην αγορά εργασίας, δεδομένης και της ανεπαρκούς προόδου που συντελείται στον τομέα πάταξης της φοροδιαφυγής.
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς μέτρα, αντίμετρα και υπεραποδόσεις, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει στη διάρκεια της περιόδου πρωτογενές πλεόνασμα κατά μέσο όρο 2,9 π.μ. του ΑΕΠ. Αυτό καταδεικνύει τη δημοσιονομική ισορροπία που έχει επιτευχθεί ήδη με τα ισχύοντα μέτρα, πριν τεθούν σε εφαρμογή οι περικοπές συντάξεων και η μείωση του αφορολογήτου. Γι' αυτό και επιμένουμε ότι η αφαίμαξη που υφίσταται η πραγματική οικονομία για να επιτευχθούν τα υπερπλεονάσματα θα πρέπει αν μη τι άλλο να αξιοποιηθεί προς όφελος του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξετασθεί (α) σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους σε επίπεδο ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών ώστε να ενισχυθούν πραγματικά η απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, και (β) μεγαλύτερη φορολογική ελάφρυνση της Ελληνικής οικογένειας, ώστε να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Η βασική υπόθεση στην οποία στηρίζεται το μεσοπρόθεσμο είναι, πρώτον, ότι ο προϋπολογισμός παράγει σε μόνιμη βάση ήδη από σήμερα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ (δηλαδή ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν οφείλεται σε μη λογιστικοποίηση υποχρεώσεων ή σε μη επαναλαμβανόμενα φορολογικά έσοδα) και, δεύτερον, ότι οι ροές εσόδων και δαπανών είναι βιώσιμες, δηλαδή μπορεί να διατηρηθούν grosso modo στα ίδια επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ χωρίς να προκαλούν αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα (π.χ. ΕΝΦΙΑ, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, υπερφορολόγηση εργασίας και εταιρικών κερδών, κ.ο.κ.), και στην ποσότητα και ποιότητα της παροχής δημοσίων αγαθών στην κοινωνία (π.χ. δαπάνες υγείας, παιδείας, δημοσίων επενδύσεων, κ.ο.κ.).
Τα πλεονάσματα αυτά, όμως, έχουν ήδη δημιουργήσει παρενέργειες. Η υπερφορολόγηση και η υπερπροοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών προκαλούν στρεβλώσεις κατανομής πόρων και υποτιμημένα επίπεδα συλλογής εσόδων, καθώς οδηγούν την οικονομική δραστηριότητα σε χαμηλότερα επίπεδα (χαμηλές επενδύσεις, χαμηλή απασχόληση), στην παρανομία (αδήλωτη εργασία, φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο), και στο εξωτερικό (brain drain, οικονομική μετανάστευση επιχειρήσεων).