Σφήνα στη μεγάλη συζήτηση που ανοίγει στην Ελλάδα για τα εργασιακά μπαίνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Γενικός Εισαγγελέας του οποίου κρίνει μη συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο τη δυνατότητα του εκάστοτε υπουργού Εργασίας στην Ελλάδα να αποφασίζει για το σχέδιο ομαδικών απολύσεων που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις. Στην πρότασή του που θα υποβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, επισημαίνει πως το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε οξεία οικονομική κρίση και παρουσιάζει υψηλά ποσοστά ανεργίας δεν επηρεάζει το συμπέρασμα ότι το κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) απαγορεύει διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες απαιτείται από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση που λαμβάνει υπόψη της τις συνθήκες της αγοράς εργασίας πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις.
Η εισήγηση του Δικαστηρίου της Ε.Ε αποτελεί πρόκριμα αλλαγών ενόψει της πολιτικά δύσκολης διαπραγμάτευσης που ξεκινά με τους δανειστές της χώρας για το εργασιακό πλαίσιο στη χώρα όπου ένα από τα φλέγοντα θέματα για το ΔΝΤ και μερίδα εργοδοτικών οργανώσεων είναι η περαιτέρω διευκόλυνση-απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Η συγκεκριμένη εισήγηση κοινοποιήθηκε χθες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά από προδικαστικό αίτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο προσφυγής της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής με αφορμή την απόφασή της να κλείσει το εργοστάσιο τσιμέντων της Χαλκίδας.
Ήδη από το 2011 η ΑΓΕΤ που αποτελεί θυγατρική της γαλλικής Lafarge, είχε γνωστοποιήσει στους εργαζομένους πρόθεση αναπροσαρμογής του προγράμματος εργασίας λόγω μειωμένης ζήτηση του παραγόμενου τσιμέντου. Τον Μάρτιο του 2013 το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας ενέκρινε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής τσιμέντου. Στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβανόταν η οριστική διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας που απασχολούσε 236 εργαζομένους. Η ΑΓΕΤ Ηρακλής κάλεσε την Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας σε συναντήσεις με σκοπό την πληροφόρηση και τη διαβούλευση σχετικά με το πρόγραμμα, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μειώσεως των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Δεδομένου ότι η Ένωση Εργαζομένων δεν παρέστη στις συναντήσεις αυτές, η εταιρεία ζήτησε εγγράφως έγκριση από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να θέσει σε ισχύ το πρόγραμμα και να εγκριθεί το σχέδιο ομαδικών απολύσεων βάσει του ν. 1387/1983.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση που εκδόθηκε, το αίτημα απορρίφθηκε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας και αόριστων επιχειρημάτων. Κατά την οδηγία 98/59 για τις ομαδικές απολύσεις, όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας. Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων.
Η εταιρεία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του υπουργού. Στη συνέχεια, το ΣτΕ υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός, με την οδηγία 98/59/ΕΚ και, αφετέρου, με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ).
Στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι εναρμονίζοντας τους κανόνες που ισχύουν επί ομαδικών απολύσεων, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, συγχρόνως, να διασφαλίσει ανάλογη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στα διάφορα κράτη μέλη και να φέρει εγγύτερα τις επιβαρύνσεις που συνεπάγονται αυτοί οι κανόνες προστασίας για τις επιχειρήσεις της Ένωσης.
Η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα του ΣτΕ:
"Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του νόμου 1387/1983, Έλεγχος των ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις, της 18ης Αυγούστου 1983, όπως έχει τροποποιηθεί (ΦΕΚ Α?, 110/18 19.8.1983), η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις, και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα".
Βασίλης Γεώργας
Διαβάστε ακόμα:
-Βαριά εισήγηση από το Ευρωδικαστήριο για τις ομαδικές απολύσεις στην Ελλάδα