Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Μετά τη μεσαία τάξη ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε ότι υπάρχουν στη χώρα και επιχειρήσεις. Αφού πρώτα διέλυσε τα μεσαία εισοδήματα, μετά δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις επιχειρήσεις που τις ανάγκασε να επωμιστούν το βάρος της αύξησης του κατώτατο και υποκατώτατου μισθού και τις τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές. κατάργησε την εφάπαξ μείωση των φορολογικών συντελεστών από το 29% στο 26% και τη προχώρησε στη μείωση του συντελεστή κατά μία μόνο μονάδα για το 2019. τώρα αναγνωρίζει ότι οι επιχειρήσεις έχουν προβλήματα.
Προτείνει δε, την επέκταση της ρύθμισης των 120 δόσεων και στις επιχειρήσεις που χρωστούν στο ελληνικό δημόσιο και τα ταμεία.
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν το έκανε με την κατάθεση στη Βουλή της ρύθμισης. Μάλιστα αρχικά η κυβέρνηση είχε αποφασίσει 18 δόσεις για τις επιχειρήσεις και με τροπολογία τις αύξησε σε 24. Γιατί όμως δεν τις έκανε 120;
Ουσιαστικά ο κ. Τσίπρας παίζει με τη μεσαία τάξη αλλά και τις επιχειρήσεις. Επιχειρεί δε, να καταστήσει τα υπόλοιπα κόμματα συνεπεύθυνα για τις αποφάσεις του. Και τα καλεί να τοποθετηθούν επί της προτάσεως του.
Η Ν.Δ. πάντως δεν έχει κανέναν λόγο να απαντήσεις. Αν επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις και είναι η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να νομοθετήσει για τη βελτίωση συνολικά της ρύθμισης.
Σημειώνεται ότι ο πρωθυπουργός καλεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμφωνήσουν μαζί του και μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου να επεκταθεί η ρύθμιση των 120 δόσεων στην εφορία και για τις επιχειρήσεις με τζίρο έως και δύο εκατ. ευρώ. Προϋπόθεση βέβαια όπως είπε είναι να δεχθούν αυτήν την επέκταση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως η ΝΔ, η οποία σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της σχετικά με τις ρυθμίσεις των 120 δόσεων σε ταμεία και εφορίες.
Εάν υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος προχωρούσε στην αύξηση των δόσεων για τις επιχειρήσεις θα καταργούσε επί της ουσίας τον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Θα έμπαιναν χιλιάδες επιχειρήσεις στη ρύθμιση ακόμα και αυτές που δεν είναι βιώσιμες. Τώρα ο κ. Τσίπρας προς άγρα ψήφων επιδίδεται σε μία παλαιοκομματική τακτική υποσχόμενος επιδόματα, ρυθμίσεις, επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας, που τόσα χρόνια δεν έγιναν. Υπενθυμίζεται ότι οι θεσμοί ήταν αντίθετοι με τη νέα ρύθμιση των 120 δόσεων. Οι θεσμοί υπολογίζουν ότι οι ρυθμίσεις των 120 δόσεων θα δημιουργήσουν δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ στον τρέχοντα προυπολογισμό, εξέλιξη που απειλεί τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος ο οποίος κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το όριο του 3,5% του ΑΕΠ. Με βάση τα ανωτέρω οι δύο ρυθμίσεις οφειλών προς ταμεία και εφορία αποτελεί κρίσιμο στοίχημα για την επόμενη κυβέρνηση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται σύμφωνα με τους θεσμούς στη ρύθμιση της εφορίας όπου το «κενό» θα φθάσει τα 600 εκατ. ευρώ ενώ, στα ταμεία υπολογίζεται «ζημιά» ύψους 300 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότi θα υπάρχει όφελος ύψους άνω των 200 εκατ. ευρώ από τις ρυθμίσεις. Προς το παρόν πάντως κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει εάν η ρύθμιση θα είναι πετυχημένη ή εάν θα οδηγήσει στη συρρίκνωση των εισπράξεων από ληξιπρόθεσμα χρέη.