Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Βολές για καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων αναμένεται να εξαπολύσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση που θα δημοσιοποιηθεί στις 21 Νοεμβρίου.
Η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών (ακόμα το δημόσιο χρωστάει 3 δισ. ευρώ) καθυστερεί, όπως επίσης και η στελέχωση της Α.Α.Δ.Ε., ενώ προς το παρόν δεν έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα για τα κόκκινα δάνεια (νομοσχέδιο πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια). Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση 16 προαοαπαιτούμενων (που θα λέγαμε στο παρελθόν), αναγκάζει τους πιστωτές της χώρας να φρενάρουν την απόδοση των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα ύψους περίπου 700 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα η Ε.Ε. στην έκθεση της θα αναφέρεται στις καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις (κυρίως για το «Ελληνικό») θέτοντας μάλιστα εν αν αμφιβόλω τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής Οικονομίας, η οποία συνεχίζει να είναι ασθενική.
Ουσιαστικά, το «κατηγορώ», των Ευρωπαίων θα εστιασθεί στην παροχολογία που έχει επιδοθεί η ελληνική κυβέρνηση και που μπορεί να στείλει χρόνια πίσω τη χώρα, τη στιγμή μάλιστα που οι Έλληνες κλήθηκαν να πληρώσουν ακριβά το τίμημα των επιλογών των κυβερνώντος κόμματος.
Κοινωνικά μερίσματα, αύξηση κατώτατου μισθού, υποσχέσεις για προσλήψεις, έχουν μπει στο στόχαστρο των δανειστών και θα απασχολήσουν το EuroWorking Group της Πέμπτης, ταυτόχρονα με το θέμα των συντάξεων, αν και ειδικά για το τελευταίο φαίνεται ότι οι οριστικές αποφάσεις δεν αποκλείεται να μετατεθούν για το Eurogroup της 3ης Δεκεμβρίου.
Οι αναφορές από την κυβέρνηση για ακόμα μεγαλύτερο υπερπλεόνασμα που θα φθάσει τα 900 εκατ. ευρώ και ότι αυτά θα μοιρασθούν στις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες δημιουργούν εκνευρισμό στις Βρυξέλλες για τρεις λόγους. Πρώτον ότι με χρήματα των Ευρωπαίων φορολογούμενων η κυβέρνηση κάνει προεκλογική εκστρατεία, δεύτερον, ότι τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί από την κυβέρνηση δεν έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα και τρίτον, ότι 3 σχεδόν μήνες από την ολοκλήρωση του προγράμματος η χώρα μας δεν έχει αναβαθμισθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα η έξοδος στις αγορές να παραμένει μακρινό όνειρο.
Αν και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει αποδώσει την αδυναμία της Ελλάδας να εκδώσει ομόλογο στις αναταράξεις που προκαλεί στις αγορές η διελκυστίνδα μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών για τον ιταλικό προϋπολογισμό ωστόσο, την άποψη αυτή ενστερνίζονται μόνο τα στελέχη της κυβέρνησης και όχι οι επενδυτές, οι οποίοι εκτιμούν ότι όσο η Ελλάδα παραμένει κάτω από την κατηγορία «επενδυτικής βαθμίδας» δεν υπάρχει περίπτωση να βγει να αναζητήσει ρευστότητα.
Ταυτόχρονα οι αγορές επηρεάζονται από τη χαλάρωση της λιτότητας και την επανεξέταση των προηγούμενων δεσμεύσεων (βλέπε συντάξεις) αλλά και από τις προεκλογικές εξαγγελίες που επιδίδεται η κυβέρνηση.