Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει βγει από τα επίσημα μνημόνια και έχει επιστρέψει σε ανάπτυξη. Όμως καμία από τις δύο αυτές εξελίξεις δεν δείχνουν να πιστεύουν πραγματικά οι επενδυτές και το αποδεικνύουν με κάθε τρόπο σε μία αγορά που… μυρίζει μπαρούτι. Εταιρικά σκάνδαλα, προβληματισμός για τις τράπεζες λόγω της αναιμικής ανάπτυξης, επιθέσεις από funds και ένα πολιτικό σκηνικό που αναμένεται να βγάλει ακόμη πιο έντονη δυσοσμία μέσα στους επόμενους μήνες, λόγω της προεκλογικής αντιπαράθεσης, συνθέτουν την εικόνα.
Από το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχουν… κάνει φτερά περί τα 11 δισ. ευρώ μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο ενώ οι επενδυτές στην αγορά ομολόγων ζητούν premium για τον κίνδυνο που εμπεριέχουν οι ελληνικοί τίτλοι μία ποσοστιαία μονάδα πάνω από την Ιταλία, τη χώρα που βρίσκεται σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με την Ευρώπη.
Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν έχει ξεφύγει από την κρίση αλλά παραμένει εγκλωβισμένη μεταξύ προεκλογικής παροχολογίας και λαϊκισμού, με τις αγορές να την αντιμετωπίζουν χειρότερα από μία χώρα που μπαίνει σε κρίση με απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Χαμηλοί τζίροι, υπερβολική μεταβλητότητα, αστάθεια και προβληματισμός διαμορφώνουν ένα πολύ βαρύ κλίμα στη Λεωφόρο Αθηνών, με τον Γενικό Δείκτη να δέχεται την περασμένη εβδομάδα ακόμη ένα ισχυρό πλήγμα, καταγράφοντας απώλειες 2,7%, στον απόηχο των αλλαγών στους δείκτες MSCI. Δυστυχώς, οι μόνοι επενδυτές που νιώθουν ανακουφισμένοι είναι αυτοί που έχουν καταφέρει να απεμπλακούν από την ελληνική αγορά, η οποία συνεχίζει να θεωρείται εξαιρετικά υψηλού ρίσκου.
Παράλληλα, στην αγορά ομολόγων αντικατοπτρίζεται με τον πλέον ενδεικτικό τρόπο η απαξίωση με την οποία βλέπουν οι ξένοι επενδυτές την Ελλάδα. Από τις αρχές Αυγούστου, λίγο πριν την επίσημη λήξη των μνημονίων, μέχρι σήμερα, το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού δημοσίου βρίσκεται σταθερά πάνω από το 4% ενώ μέσα στον Νοέμβριο διατηρείται πάνω από το επίπεδο του 4,23% και τις τελευταίες ημέρες σκαρφάλωσε έως το 4,6%.
Το διεθνές περιβάλλον επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, με την Ιταλία και το Brexit να αποτελούν δύο ανοιχτές εστίες κινδύνου που υποχρεώνουν τους επενδυτές να αναζητούν ασφαλή καταφύγια. Έτσι, η Ελλάδα βρίσκεται απομονωμένη καθώς το αφήγημα του Αλ. Τσίπρα δεν βρίσκει ευήκοα ώτα στην επενδυτική κοινότητα. Και αυτό γιατί οι αγορές προεξοφλούν ότι μπροστά μας έχουμε μία παρατεταμένη και πολύμηνη προεκλογική περίοδο κατά την οποία θα ανέβουν επικίνδυνα οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης και ένα διεθνές περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας.
Αναλυτές εκτιμούν ότι για να βελτιωθούν οι συνθήκες θα πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός θετικών εξελίξεων και όσο η κυβέρνηση καθυστερεί να αποκαταστήσει την επενδυτική εμπιστοσύνη, τόσο αυξάνονται οι επιβαρυντικοί παράγοντες και κατ' επέκταση ο βαθμός δυσκολίας για την αντιστροφή του κλίματος.
Στην περίπτωση δε, που το ιταλικό σίριαλ διαρκέσει μέχρι τις ευρωεκλογές του Μαΐου και οι Σαλβίνι και Ντι Μάιο συνεχίσουν τη ρητορική των τελευταίων ημερών περί ξεσηκωμού των Ιταλών, τότε εκφράζονται φόβοι ότι τα ελληνικά assets θα είναι τα πρώτα θύματα μιας νέας κρίσης που θα πλήξει ολόκληρη την Ευρώπη. Κάτι αντίστοιχο αναμένεται να συμβεί με τις εξελίξεις που θα έχουμε στο θέμα του Brexit.
Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου θα μπορούσε να εκτιναχθεί πάνω από το επίπεδο του 5%, καθιστώντας αδύνατη την επιστροφή στις αγορές καθ' όλη τη διάρκεια του 2019 και πάντα σε συνάρτηση με την έκβαση των ανοιχτών μετώπων στην Ευρώπη.
Αν σε όλα αυτά προστεθεί και ο κίνδυνος μεγάλης ανόδου των λαϊκιστών στις ευρωεκλογές – που θα συνεπάγεται μία σειρά δυσμενών εξελίξεων για την ευρωπαϊκή ενοποίηση – η «απέχθεια» των μακροπρόθεσμων επενδυτών να ρισκάρουν τα κεφάλαιά τους σε μία χώρα που δεν σταθεροποιείται οικονομικά και πολιτικά θα ενισχυθεί σημαντικά.