Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Όταν ολόκληρες πόλεις της Κίνας βρίσκονται σε πλήρη καραντίνα και η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο κατεβάζει απότομα ταχύτητα είναι λογικό να εκφράζονται παγκοσμίως φόβοι τόσο σε ό,τι αφορά την οικονομική δραστηριότητα όσο και σε επενδυτικό επίπεδο. Όμως τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου βρήκαν τη δύναμη όχι μόνο να ξεπεράσουν το sell-off που σημειώθηκε στον απόηχο της ραγδαίας εξάπλωσης του κορονοϊού αλλά και να φτάσουν σε νέα ιστορικά υψηλά, αγνοώντας κάθε κίνδυνο.
Το μείγμα των εξελίξεων που οδηγούν σήμερα τις αγορές είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Ο κορονοϊός επιδείνωσε αιφνιδιαστικά το κλίμα και όλα άρχισαν να ερμηνεύονται με αρνητική χροιά προκαλώντας φόβους για τη «Μεγάλη Διόρθωση» που περιμένουν εδώ και χρόνια οι «αρκούδες» των αγορών. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που κυκλοφόρησαν φήμες για σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση του ιού και παράλληλα η Κίνα μείωσε τους δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα ύψους 75 δισ. δολαρίων. Ξαφνικά όλα άλλαξαν ξανά με αποτέλεσμα την περασμένη Πέμπτη ο Dow Jones και ο S&P 500 να βρεθούν στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών.
Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις και ο οικονομικός αντίκτυπος του κορονοϊού φτάσει στα 280 δισ. δολάρια στο α’ τρίμηνο τότε θα διακοπεί μετά από 43 διαδοχικά τρίμηνα το ανοδικό σερί της παγκόσμιας οικονομίας καθώς θα είναι η πρώτη φορά που δεν το παγκόσμιο ΑΕΠ δεν θα αναπτυχθεί σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Σε αυτό το σενάριο και σύμφωνα με την Capital Economics, ο κόσμος μας θα καταφέρει να ξεπεράσει τις οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού κάποια στιγμή στο α’ εξάμηνο του 2021.
Είναι καλό να αυξάνονται συνεχώς οι αξίες των επενδυτικών τίτλων; Ναι, θα έλεγε κάποιος αφού έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι, ακόμη και αυτοί που αποφασίζουν καθυστερημένα να μπουν στην αγορά. Είναι όμως βιώσιμη μία τέτοια πορεία; Όχι είναι η απάντηση εκτός και αν πιστεύει κανείς ότι είναι εφικτό να μην υπάρχουν περίοδοι οικονομικής κάμψης.
Ενδεικτική της διάθεσης των επενδυτών να μην διαταραχθεί το μεγαλύτερο bull market στην ιστορία είναι η πορεία του χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης. Ο γερμανικός δείκτης DAX βρίσκεται κοντά σε ιστορικά υψηλά στις 13.531 μονάδες όταν η περίφημη γερμανική βιομηχανία διανύει περίοδο 6 διαδοχικών τριμήνων ύφεσης με το 2019 ήταν η χειρότερη χρονιά από την παγκόσμια κρίση του 2008. Και αν τα πρώτα στοιχεία του 2020 δείχνουν ότι τα χειρότερα ίσως πέρασαν για τη Γερμανία, ο αντίκτυπος του κορονοϊού στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες είναι βέβαιο ότι θα καθυστερήσει την ανάκαμψη.
Τότε γιατί οι επενδυτές συνεχίζουν να ποντάρουν σε συνέχιση της ανόδου; Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι ότι κάθε φορά που οι αγορές είναι έτοιμες να εισέλθουν σε επικίνδυνη πτωτική πορεία, βρίσκεται ένα «αόρατο» χέρι που τις αλλάζει κατεύθυνση, σαν να τις βάζει ξανά στις ράγες πριν εκτροχιαστούν πλήρως. Οι ανησυχίες για τον εμπορικό πόλεμο είχαν κάποια στιγμή λάβει διαστάσεις παγκόσμιου κινδύνου και σήμερα ξαφνικά όλοι κατάλαβαν ότι υπάρχουν και πιο σοβαροί κίνδυνοι όπως αυτός μιας θανατηφόρου πανδημίας. Όμως και πάλι οι αγορές δείχνουν να ξεπερνούν όλα τα εμπόδια και οι επενδυτές πιστεύουν ότι θα βγάλουν «εύκολα» κέρδη τηρώντας τη στρατηγική του «buy the dip», αγοράζοντας δηλαδή σε μία σημαντική πτώση για να επωφεληθούν από την ανάκαμψη. Ποιοι θα κερδίσουν;
Όσο και αν ακούγεται σαν σενάριο συνωμοσίας ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει με κάθε τρόπο να κρατήσει ψηλά τους χρηματιστηριακούς δείκτες έως τον ερχόμενο Νοέμβριο, όχι τόσο γιατί φοβάται τους αντιπάλους του αλλά για να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις πιθανότητες επανεκλογής του. Όμως οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες έχουν γίνει αναποτελεσματικές, παρέχοντας στήριξη σε risk assets χωρίς να στηρίζουν την πραγματική οικονομία.
Η άπλετη ρευστότητα που διοχετεύουν στο σύστημα τυπώνοντας χρήμα εμποδίζει τις αγορές να αποτιμήσουν σωστά τους κινδύνους, προκαλώντας στρεβλώσεις και ανισορροπίες όπως αυτές που βλέπουμε σήμερα. Προχθές, μάλιστα, η Κριστίν Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι οι κεντρικές τράπεζες ξεμένουν από επιλογές στην αντιμετώπιση κρίσεων που σημαίνει ότι δεν αποκλείεται σύντομα οι αγορές να βρεθούν αντιμέτωπες με την πραγματικότητα.