Του Βασίλη Γεώργα
Σκηνικό σύγκρουσης με τους δανειστές, οι οποίοι καταγγέλλονται από κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες ως «υπονομευτές» και «αποικιοκράτες», επιχειρεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη δεύτερη αξιολόγηση.
Η διαρροή του περιεχομένου της επιστολής του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, προς τους επικεφαλής των θεσμών, στην οποία γίνονται αναφορές για «υπονομευτικές κινήσεις από το κουαρτέτο» καθ'' όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, αλλά και οι πληροφορίες ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης μίλησε για «αποικιακού τύπου αντιμετώπιση» της χώρας κατά τη συνομιλία του με τον σοσιαλδημοκράτη Αντικαγκελάριο Sigmar Gabriel, υποδηλώνουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακαλύψει «εχθρούς» για να συγκαλύψει ενδεχόμενες δικές της αδυναμίες και εσωτερικές κινήσεις υπονόμευσης μπροστά στο βουνό των υποχρεώσεων που ορθώνεται μέχρι τον Οκτώβριο.
Το τελευταίο κρούσμα με την Cosco και την προσπάθεια αλλαγής της σύμβασης λίγο πριν ψηφιστεί από τη Βουλή αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της προσέγγισης που εξακολουθεί να έχει μέρος αυτής της κυβέρνησης για τα πράγματα, την ίδια στιγμή που ένα άλλο μέρος της (π.χ. Χουλιαράκης κ.ά.) προσπαθεί να διαφοροποιηθεί και να καλέσει σε γρήγορες πρωτοβουλίες για την έγκαιρη και δίχως περιπέτειες ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Οι ασφυκτικοί δανειστές και τα αυτογκόλ
Στο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο μπορεί να έχουν δίκαιο όταν μιλούν για ασφυκτικό κλοιό εποπτείας από τους δανειστές σε βαθμό που να εμποδίζεται ή να ναρκοθετείται η λήψη αποφάσεων και η διακυβέρνηση επί σειράς κρίσιμων θεμάτων τα οποία έχουν ήδη ψηφιστεί. Για παράδειγμα η σοβαρή εμπλοκή που έχει προκληθεί λόγω της εμφανούς προσπάθειας παρέμβασης των δανειστών στη δομή της εκτελεστικής επιτροπής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και στις διοικήσεις των τραπεζών δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τις δυνατότητες άσκησης πολιτικής από την κυβέρνηση και από το υπουργείο Οικονομικών αφήνεται να εννοηθεί πως θα είναι ένα θέμα που θα απασχολήσει τις σχέσεις κυβέρνησης θεσμών πολύ έντονα το προσεχές διάστημα. Ωστόσο στον βαθμό που οι συνεχείς και ποικίλες παρεμβάσεις συνδέονται με την αδυναμία αποκατάστασης της εμπιστοσύνης μετά το ρήγμα του περσινού καλοκαιριού, η επιφυλακτικότητα των δανειστών αλλά και η ανησυχία των αγορών και των επενδυτών για την ελληνική «περίπτωση» θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Πολύ δε μάλλον όταν η κυβέρνηση εξακολουθεί να τους προσφέρει ακλόνητα επιχειρήματα με τα απανωτά αυτογκόλ που βάζει στα ελληνικά δίχτυα.
Επί της ουσίας αν προκύπτει από κάπου υπονόμευση, αυτή προέρχεται κυρίως μέσα από το ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο. Είναι οι προσωπικές στρατηγικές υπουργών, η αδυναμία του Μεγάρου Μαξίμου, παρά τις προσπάθειες συντονισμού, να καθιερώσει ενιαία και καθαρή στρατηγική και η απότοκος ως επί το πλείστον της αδράνειας, των καθυστερήσεων και των παραλείψεων σε όρους κεντρικού σχεδιασμού που δημιουργούν την εικόνα ότι πλέον, και να θέλει, η κυβέρνηση δύσκολα προλαβαίνει και μπορεί να σκαρφαλώσει εγκαίρως το βουνό των προαπαιτούμενων τα οποία έχει ήδη συμφωνήσει.
Στενέψανε τα όρια, με κίνδυνο...
Μπροστά υπάρχει μια εξαιρετικά δύσκολη αξιολόγηση που μπορεί να μην έχει ως προμετωπίδα τα εισπρακτικά μέτρα, βρίθει όμως κοινωνικά ευαίσθητων και πολιτικά δύσκολα διαχειρίσιμων θεμάτων στα εργασιακά, το «κούρεμα» των ειδικών μισθολογίων, την απελευθέρωση των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις, για τα οποία, όχι άδικα, αμφισβητείται ευθέως η δυνατότητα υλοποίησής τους. Ειδικά όταν είναι εμφανές πως η εσωτερική συνοχή έχει πληγεί, η υποστήριξη απέναντι στην κυβέρνηση έχει αποδυναμωθεί και η ίδια αρνείται πεισματικά να αναλάβει τη λεγόμενη «ιδιοκτησία» του προγράμματος στο οποίο συμφώνησε, και αναμασά τα χιλιοειπωμένα λόγια περί «εκβιασμών», «παρεμβάσεων» και «υπονομεύσεων».
...την περισσότερη, και κοστοβόρα, χρονοτριβή
Έχει ήδη σπαταληθεί πολύς χρόνος, ξοδεύτηκε πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο με την πραγματική οικονομία να αφήνεται βυθισμένη στην αποεπένδυση, και πλέον, καθώς η κατάσταση επιδεινώνεται διεθνώς μετά το βρετανικό δημοψήφισμα και οι πολιτικές του Βερολίνου συγκλίνουν όχι προς τον περιορισμό της λιτότητας αλλά της σκληρότερης δημοσιονομικής προσαρμογής, τα περιθώρια ελιγμών και είναι τόσο στενά που ένας νέος κύκλος καθυστερήσεων και εσωτερικών αναζητήσεων θα πληρωθεί πιθανόν με πολύ ακριβότερο τίμημα από όσο κόστισαν μέχρι σήμερα οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις.