Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η αρθρογραφία των οικονομικών εφημερίδων του εξωτερικού και οι εκτιμήσεις των ξένων οίκων εστιάζουν τα φώτα τους επάνω στον αόρατο ελέφαντα που κινείται μέσα στο δωμάτιο, που δεν είναι άλλος από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου αφού επέφερε καίριο κτύπημα στο τραπεζικό σύστημα με την υιοθέτηση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, οδήγησε τις τράπεζες στην ανακεφαλαιοποίηση του 2015, που άφησε όλους τους ενδιαφερόμενους ευχαριστημένους, εκτός από την ίδια την οικονομία. Ποιοι έμειναν ικανοποιημένοι από την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση;
Πρώτον, οι ιδιώτες μέτοχοι οι οποίοι με ελάχιστα κεφάλαια βρέθηκαν να κατέχουν ποσοστά στρατηγικής συμμετοχής στη μετοχική βάση των τραπεζών και σημαντικές θέσεις στα διοικητικά συμβούλια.
Δεύτερον, οι ευρωπαϊκοί χρηματοδοτικοί μηχανισμοί στήριξης, οι οποίοι δεν χρειάστηκε να καταβάλουν νέα κεφάλαια στη μαύρη τρύπα των τραπεζικών ισολογισμών.
Τρίτον, η κυβέρνηση η οποία θεώρησε πως τα κεφάλαια που δεν χρησιμοποιήθηκαν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα επιδοματικά προγράμματα που είχε στο μυαλό της.
Το αποτέλεσμα είναι πως από το τέλος του 2015 μέχρι σήμερα, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και οι πιστώσεις προς τον παραγωγικό μηχανισμό της χώρας ήταν από ανύπαρκτες ώς ισχνές. Και λίγες ημέρες πριν από την πολυδιαφημισμένη έξοδο από τα προγράμματα, η κατάσταση δυσκολεύει. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έσβησε τις ελπίδες συμμετοχής της χώρας έστω και για λίγους μήνες στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων μέσω του QE και ταυτόχρονα εξήγγειλε το επικείμενο τέλος του waiver, γεγονός που οδηγεί ουσιαστικά τις ελληνικές τράπεζες και πάλι στην αγκαλιά του έκτακτου μηχανισμού χρηματοδότησης (ELA).
Αν σε αυτή τη συνάρτηση προσθέσουμε 1) τους υποκεφαλαιοποιημένους τραπεζικούς ισολογισμούς, όπου σε σύνολο tangible book κεφαλαίων 28 δισ., τα 21,2 δισ. είναι αναβαλλόμενη φορολογία, δηλαδή το 75% των κεφαλαίων των τραπεζών είναι μια απλή λογιστική απεικόνιση κεφαλαίων, 2) τον στόχο για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδα κοντά στα 20 δισ. ευρώ, μέχρι το 2022 και 3) την αδυναμία παροχής πιστώσεων, γίνεται αντιληπτό και σε οποιονδήποτε αδαή πως οι πειραματισμοί κάπου πρέπει να λάβουν τέλος.
Μεγαλομέτοχοι των τραπεζών, στρατηγικοί επενδυτές, διοικήσεις, ΤΧΣ, κυβέρνηση, ESM, ΕΕΤ, ΣΕΒ και λοιποί stakeholders πρέπει να πάρουν αποφάσεις που θα μετατρέψουν τον αόρατο ελέφαντα σε μηχανισμό παροχής ρευστότητας και αναπτυξιακής πορείας. Ο ελέφαντας είναι εκεί κι ας υποκρίνονται όλοι πως δεν τον βλέπουν.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης, 9 Αυγούστου