Ο χρησμός της S&P για την ελληνική οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Ο χρησμός της S&P για την ελληνική οικονομία

Την ερχόμενη Παρασκευή 18 Οκτωβρίου, ο οίκος Standard & Poor’s έχει προγραμματίσει τη δεύτερη και τελευταία, για φέτος, αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και τα δεδομένα έχουν ως εξής: Η S&P έδωσε στο ελληνικό αξιόχρεο την επενδυτική βαθμίδα πριν από ακριβώς ένα χρόνο, στις 20 Οκτωβρίου του 2023, ενώ τον περασμένο Απρίλιο διατήρησε την αξιολόγηση «ΒΒΒ-» και αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε «θετικές». Αυτό συνεπάγεται ότι τοποθετεί πλέον την Ελλάδα στον προθάλαμο της αναβάθμισης για τους επόμενους 24 μήνες.

Σημειώνεται, επίσης, ότι η S&P είναι ο μοναδικός από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης που δίνει θετικό outlook και επομένως ο επικρατέστερος για να μας αναβαθμίσει στο δεύτερο σκαλοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη μία αναβάθμιση την Παρασκευή. Αντιθέτως, αν τελικά έρθει, θα πρόκειται για μία πολύ ευχάριστη έκπληξη. Ας δούμε γιατί:

Στην έκθεση του Απριλίου, η S&P ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το θετικό outlook αντανακλά την εκτίμησή μας ότι το σφιχτό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να οδηγεί σε μείωση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να υπεραποδίδει των χωρών-μελών της Ευρωζώνης».

Με βάση τα ανωτέρω, ο «χρησμός» του μεγαλύτερου οίκου αξιολόγησης δεν αναμένεται να αλλάξει την Παρασκευή, παρά το γεγονός πως είναι ξεκάθαρο ότι δίνει ψήφο εμπιστοσύνης τόσο στις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας, όσο και στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που συντελείται, ζητώντας βέβαια συνέχεια στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Η S&P είναι ο οίκος που έχει αποδειχθεί ο πιο αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά θα προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση, μόνο αν ικανοποιηθούν τα ακόλουθα.

«Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, μέσα στους επόμενους 24 μήνες, αν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ συνεχίσει να υποχωρεί για να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών», σημειώνει η S&P. Σύμφωνα με το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού, το ελληνικό χρέος εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 153,7% φέτος και στο 149,1% το 2025.

«Πιστεύουμε ότι οι ελληνικές αρχές μπορούν να επιτύχουν τη μείωση του χρέους, μέσω της συνεχιζόμενης εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που ενισχύουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, της πλήρους αξιοποίησης των μεγάλων ποσών που προβλέπει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης για την Ελλάδα και της επίτευξης ισχυρών πρωτογενών πλεονασμάτων για παρατεταμένη χρονική περίοδο», προσθέτει ο οίκος. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2024 θα διαμορφωθεί στα 5,679 δισ. ευρώ ή 2,4% του ΑΕΠ. 

Επιπλέον, η S&P προβλέπει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό υψηλότερο από της Ευρωζώνης, τουλάχιστον έως το 2027, που κατά μέσο όρο θα διαμορφωθεί σε 2,4% ετησίως, γεγονός που ενισχύει την προοπτική περαιτέρω αναβάθμισης. Εν κατακλείδι, ο οίκος επισημαίνει τις θετικές εξελίξεις των τελευταίων ετών αλλά και τις δεδομένες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες την κρατούν πίσω σε επίπεδο πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Η θέση της Ελλάδας αντανακλάται και στα spreads των ομολόγων, όπου, ενώ έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η σύγκλιση και απολαμβάνουμε χαμηλότερο κόστος δανεισμού από την Ιταλία, παραμένει μία μικρή διαφορά σε σύγκριση με χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με αναλυτές, κυρίως γιατί οι ελληνικοί τίτλοι δεν έχουν την επενδυτική βαθμίδα από όλους τους οίκους.

Κάτι αντίστοιχο κρύβει και η απόφαση του οίκου FTSE Russell, να θέσει το Χρηματιστήριο Αθηνών σε watch list για πιθανή αναβάθμιση σε ανεπτυγμένη αγορά. Ειδικότερα, ο οίκος σημειώνει ότι η ελληνική αγορά ικανοποιεί πολλά από τα κριτήρια, αλλά χρειάζεται να έχει εξασφαλίσει το ελληνικό αξιόχρεο την επενδυτική βαθμίδα από όλους τους μεγάλους οίκους. Υπενθυμίζεται ότι η Moody’s διατηρεί τη χώρα μας ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα.

Υπάρχει, τέλος, και το δυσμενές σενάριο. Η S&P προειδοποιεί ότι θα μπορούσε να υποβαθμίσει το outlook σε «σταθερό» από «θετικό» αν επιδεινωθεί σημαντικά η δημοσιονομική θέση της χώρας. Κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που οι γεωπολιτικές και εξωτερικές πιέσεις έπλητταν την ελληνική οικονομία περισσότερο από το αναμενόμενο.