Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος αναμένεται να αγγίξει τα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια, ή το 93% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, με κινητήριες δυνάμεις τις ΗΠΑ και την Κίνα. Αυτό προβλέπει ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Στο τελευταίο του Fiscal Monitor - μια επισκόπηση των παγκόσμιων εξελίξεων στα δημόσια οικονομικά - το ΔΝΤ, σύμφωνα με το Bloomberg, αναμένει ότι το χρέος θα προσεγγίσει το 100% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και προειδοποιεί ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να λάβουν σκληρές αποφάσεις για να σταθεροποιήσουν τον δανεισμό.
Το χρέος αναμένεται να αυξηθεί στις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Νότια Αφρική και το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, το οποίο καλεί τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα.
«Η αναμονή είναι επικίνδυνη: οι εμπειρίες των χωρών δείχνουν ότι το υψηλό χρέος μπορεί να προκαλέσει δυσμενείς αντιδράσεις της αγοράς και περιορίζει τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών ενόψει αρνητικών σοκ», ανέφερε.
Με μικρή πολιτική διάθεση να μειωθούν οι δαπάνες εν μέσω πιέσεων για τη χρηματοδότηση καθαρότερης ενέργειας, τη στήριξη της γήρανσης του πληθυσμού και την ενίσχυση της ασφάλειας, οι «κίνδυνοι για τις προοπτικές του χρέους κλίνουν έντονα προς τα πάνω», ανέφερε το ΔΝΤ.
Οι χώρες στις οποίες το χρέος δεν προβλέπεται να σταθεροποιηθεί αποτελούν πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου χρέους και περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σε σύγκριση, το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών και των μη χρηματοοικονομικών ιδιωτικών επιχειρήσεων αντιπροσώπευε στα τέλη του 2023 το 146% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με τα δεδομένα του ΔΝΤ.
«Υπάρχουν μάλιστα λόγοι για να σκεφτούμε ότι η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη απ' ό,τι αναμενόταν», υπογράμμισε η Ίρα Ντάμπλα-Νόρις, υποδιευθύντρια του τμήματος δημοσιονομικών υποθέσεων του ΔΝΤ, με την ευκαιρία μιας συνέντευξης Τύπου μέσω του Ίντερνετ.
«Η εμπειρία μας υπενθυμίζει ότι οι προβολές για το χρέος έχουν την τάση να είναι υπερβολικά αισιόδοξες, είτε επειδή είναι υπερβολικά αισιόδοξες οι κυβερνήσεις αναφορικά με τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη είτε επειδή οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιούνται ποτέ πλήρως», ανέφερε.
Μολονότι τα κράτη έχουν ήδη ανακοινώσει δημοσιονομικές προσαρμογές, δεν είναι απαραίτητο ότι αυτές θα επιτρέψουν τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους και ακόμα λιγότερο τη μείωσή του, ακόμα κι αν υλοποιηθούν πλήρως.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένες από τις μεγάλες οικονομίες, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκονται η αμερικανική και η κινεζική, βλέπουν το χρέος τους να συνεχίζει να αυξάνεται και δεν φαίνεται καμιά ένδειξη ότι η τάση αυτή θα αντιστραφεί.
Για να υπάρξει πραγματική μείωση του δημόσιου χρέους, θα ήταν απαραίτητη μια προσαρμογή 3,8% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το τέλος της δεκαετίας, έναντι του 1% που εξεταζόταν μέχρι τώρα.
Όμως μια σημαντική μείωση των δημόσιων δαπανών θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη των χωρών, με αύξηση των ανισοτήτων και της αναλογίας του χρέους, επισημαίνει ακόμα το ΔΝΤ.