Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με το τέλος του QE να είναι πλέον οριστικό, το 2019 χαρακτηρίζεται έτος αύξησης των επιτοκίων στην αγορά ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται ακόμη περισσότερο η… πραγματική έξοδος της Ελλάδας στις αγορές.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Την περασμένη Πέμπτη, ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε τη λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων, μέσω του οποίου η ΕΚΤ τύπωσε «φρέσκο» χρήμα ύψους 2,6 τρισ. ευρώ για να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα. Σε συνδυασμό με τη διατήρηση των επιτοκίων στο μηδέν, το QE είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σε πρωτοφανή επίπεδα το κόστος δανεισμού όλων – πλην της Ελλάδας – των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Αυτό θα αλλάξει από το 2019, όχι μόνο γιατί η ΕΚΤ δεν θα αγοράζει πλέον τα ομόλογα των κρατών και επιχειρήσεων αλλά και επειδή οι εστίες αβεβαιότητας πολλαπλασιάζονται, υποβαθμίζοντας τις προβλέψεις για την ανάπτυξη.
Κατά συνέπεια, το ελληνικό δημόσιο καλείται να αποκαταστήσει την επενδυτική εμπιστοσύνη σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία, κατά την οποία εκτιμάται ότι οι αποδόσεις των ιταλικών, ισπανικών και γαλλικών ομολόγων θα κινηθούν έντονα ανοδικά. Διότι, όπως επισημαίνει η Capital Economics, εκτός από το τέλος του QE, ο Ντράγκι ανακοίνωσε ότι ενώ η ΕΚΤ θα επανεπενδύει τα έσοδα από τα ομόλογα στις χώρες των οποίων λήγουν τα ομόλογα, το stock των τίτλων που αγοράζονται θα αναπροσαρμοστεί για να διασφαλιστεί ότι ικανοποιούνται οι όροι των κλειδιών κατανομής.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σταδιακά η κεντρική τράπεζα θα μειώσει το χαρτοφυλάκιο ιταλικών, γαλλικών και ισπανικών ομολόγων καθώς έχει ξεπεράσει το όριο και για τις τρεις χώρες. Κατ' επέκταση, οι αγορές θα αρχίσουν να προεξοφλούν ότι οι αποδόσεις των ομολόγων θα αυξηθούν, συμπαρασύροντας και τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία έχουν αποδείξει ότι είναι «υπερευαίσθητα» σε κάθε αναταραχή.
Είναι γνωστό ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θα ήθελε να βγει η κυβέρνηση στις αγορές μέσα στο α' τρίμηνο του 2019, ενώ πληροφορίες θέλουν τον ΟΔΔΗΧ να σχεδιάζει μία έκδοση στα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου. Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης κυριαρχεί η πεποίθηση ότι οι ξένοι επενδυτές θα πειστούν να καλύψουν την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι μέχρι στιγμής επιτυγχάνονται και η συμφωνία για το χρέος «χαρίζει» στη χώρα έναν καθαρό διάδρομο δεκαετίας. Συν τοις άλλοις, το υψηλό για τα δεδομένα της Ευρωζώνης επιτόκιο που δίνουν τα ελληνικά ομόλογα καθιστούν την επένδυση στους ελληνικούς τίτλους ιδιαίτερα ελκυστική.
Αυτή, όμως, είναι η οπτική της κυβέρνησης, διότι στην επενδυτική κοινότητα επικρατεί μία εντελώς διαφορετική αντίληψη, που έχει κυρίως να κάνει με την αστάθεια που έχει επιδείξει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, οι μεγαλύτεροι επενδυτικοί οίκοι κάνουν συνεχώς λόγο για την επόμενη ύφεση που σημαίνει ότι συνιστούν επιφυλακτικότητα στους επενδυτές, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η αποστροφή κινδύνου.
Το πιθανότερο είναι ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει σε έκδοση 5ετούς ομολόγου τους επόμενους μήνες, ωστόσο θεωρείται σχεδόν απίθανο να επιτύχει τη «μεγάλη επιστροφή», ήτοι με έκδοση 10ετούς ομολόγου, πριν τις ευρωεκλογές. Και αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι τέτοιο που επιβεβαιώνει τη μεγάλη άνοδο του λαϊκισμού και των ακροδεξιών κομμάτων, τότε οι συνθήκες στις ευρωπαϊκές αγοράς θα… σφίξουν περαιτέρω, καθιστώντας δύσκολη την έξοδο για ολόκληρο το 2019.
Όσο η μόνιμη επιστροφή στις αγορές καθυστερεί τόσο θα ροκανίζεται το μαξιλάρι και η χώρα θα κινδυνεύει να χρειαστεί ξανά οικονομική στήριξη. Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να πείσει ότι θα τηρηθούν τα συμφωνηθέντα με τους πιστωτές, ότι η χώρα θα επιτυγχάνει τους υπερβολικούς στόχους για πλεόνασμα 3,5% και παράλληλα θα προσελκύει κεφάλαια που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη;
Σε ότι αφορά το περιβάλλον που διαμορφώνεται στο δρόμο προς τις ευρωεκλογές, αναλυτές της UBS σημειώνουν ότι η Ευρώπη δεν δείχνει να κινείται σε… ασφαλή μονοπάτια. Από το ατελείωτο σίριαλ με τον ιταλικό προϋπολογισμό, μέχρι τις κοσμογονικές αλλαγές που φέρνει – αν υλοποιηθεί – το Brexit, μέχρι τη Γαλλία και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Εμμανουέλ Μακρόν, όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά. Επιπρόσθετα, οι ευρύτεροι κίνδυνοι που σχετίζονται με τον προστατευτισμό της εποχής Τραμπ, τον εμπορικό πόλεμο και τις γεωπολιτικές αναταράξεις, συνθέτουν ένα εκρηκτικό σκηνικό.
Γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο, η ΕΚΤ υποβάθμισε τις προβλέψεις για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη τόσο για το 2018 όσο και για το 2019, στο 1,9% από 2% και στο 1,7% από 1,8% αντίστοιχα.