Σε μια εβδομάδα συμπληρώνονται δύο μήνες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχει ξεκινήσει ένας παρατεταμένος πόλεμος στην Ευρώπη, άλλο εξίσου δύσκολο να δει πώς θα επέλθει σύντομα μια λύση. Όποια και να είναι η σωστή ανάγνωσή της, πρόκειται για μια δραματική εξέλιξη που αλλάζει οικονομικές και πολιτικές προτεραιότητες και ισορροπίες.
Η παράταση του πολέμου θα έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος γενικότερα στη ζωή των ανθρώπων, τουλάχιστον στην Ευρώπη, άμεσο και μακροπρόθεσμο, και ο τερματισμός του το συντομότερο πρέπει να είναι προτεραιότητα. Για να συμβεί αυτό, όμως, υπάρχει σειρά προϋποθέσεων που σήμερα δεν φαίνεται να συντρέχουν.
Ο πόλεμος ήδη επηρεάζει την οικονομία, με αυξημένο κόστος σε βασικά αγαθά και με υψηλή αβεβαιότητα. Οι ρυθμοί πραγματικής μεγέθυνσης έχουν μετριαστεί και ο πληθωρισμός έχει υπερδιπλασιαστεί. Μια παράταση του πολέμου, ακόμη και χωρίς ακόμη πιο ακραία σενάρια, δηλαδή γενίκευσής του, θα αυξήσει το κόστος εκθετικά, δοκιμάζοντας τις αντοχές των οικονομιών κατά τη διάρκεια του έτους και στη συνέχεια.
Άλλωστε, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας είναι ήδη πληγωμένο τόσο από την πανδημία όσο και από την υπερχρέωση και την προηγούμενη χρηματοπιστωτική κρίση και τα θεμελιώδη μεγέθη της δεν είναι εύρωστα.
Τι θα συμβεί στην οικονομία αν η εστία πολέμου μείνει ενεργή για μήνες;
Η πρώτη και πιο άμεση επίδραση θα ήταν η περαιτέρω αύξηση του κόστους ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, με τον ετήσιο πληθωρισμό να κινείται κοντά σε διψήφια επίπεδα σε πολλές χώρες και τη μεγέθυνση να περιορίζεται, πιθανότατα προς παγκόσμια ύφεση.
Η κοινωνική και πολιτική πίεση προς τις κυβερνήσεις για κάλυψη του κόστους μέσω επιδοτήσεων θα ενταθεί και μπορεί να εκτροχιάσει δημοσιονομικά τα κράτη και να αυξήσει σημαντικά το κόστος δανεισμού τους, αν και ο πληθωρισμός θα τείνει να μειώνει το κόστος των δημόσιων χρεών, όπως και συνταξιοδοτικών και άλλων υποχρεώσεων.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα υπάρξει αναζήτηση περαιτέρω κοινών πολιτικών – προτεραιότητα όμως στην κατανομή πόρων, πέρα από τον τομέα της ενέργειας, θα λάμβανε η βοήθεια προς τους πρόσφυγες και η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας στη συνέχεια.
Μια δεύτερη κρίσιμη επίδραση θα ήταν στις επενδύσεις. Το έως τώρα διάστημα του πολέμου είναι μικρό για να είναι ακόμη αισθητή η επίδραση, όμως όσο η αβεβαιότητα θα βαθαίνει, πολλές επενδύσεις θα αναβάλλονται και θα γίνει περισσότερο ακριβή και περίπλοκη η εκτέλεσή τους. Μια παράταση του πολέμου θα οδηγούσε σε αβεβαιότητα για το πώς θα εξελιχθούν τομείς όπως η ενέργεια, οι μεταφορές και η μεταποίηση, όπου το επίπεδο και η φύση της ζήτησης θα διαφοροποιηθούν.
Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών θα είναι μείζονος σημασίας και το πώς θα καθοδηγήσουν τις αγορές κεφαλαίου και τις επενδύσεις, αν και τα πραγματικά επιτόκια μπορεί να είναι αρνητικά για σημαντικό χρονικό διάστημα. Το σχετικό κρίσιμο δίλημμα θα είναι η καθοδήγηση των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον όπου ο υψηλός πληθωρισμός θα αποκτά διάρκεια αλλά και οι οικονομίες θα πλησιάζουν σε ύφεση.
Ο συνδυασμός χαμηλότερων ρυθμών επενδύσεων και μεγέθυνσης με υψηλότερο πληθωρισμό και χαμηλή ορατότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίου. Αναμένεται ροπή προς περισσότερο ασφαλείς τοποθετήσεις, γεγονός που θα θέσει λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες παγκοσμίως σε κίνδυνο, με κεφαλαιακές εκροές, υποτίμηση νομίσματος και επιδείνωση εμπορικών ισοζυγίων, ακριβώς όταν ο πληθυσμός τους θα πιέζεται από την αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Η ίδια η ρωσική οικονομία θα τροφοδοτεί την παγκόσμια οικονομία με κινδύνους καθώς θα υπάρχουν επεισόδια χρεοκοπίας. Εντός του δυτικού κόσμου, το πλήγμα θα είναι σαφώς μεγαλύτερο στην Ευρώπη από ό,τι στην Αμερική, κάτι που θα αλλάξει τις σχετικές ισορροπίες όχι μόνο ως προς τα εμπορικά ισοζύγια και τις νομισματικές ισορροπίες αλλά και για τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα.
Κάθε δύσκολη περίοδος φτάνει, φυσικά, σε ένα τέλος και ακόμη και μια τέτοια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, όπως αυτή που περιγράφεται παραπάνω, θα συνοδεύεται από ευκαιρίες και θα ακολουθηθεί από ανάπτυξη. Το κόστος και οι κλυδωνισμοί που θα προκληθούν, όμως, θα είναι μεγάλοι. Όχι μόνο οικονομικοί αλλά αναπόφευκτα και πολιτικοί.
Στο δυσμενές αυτό σενάριο τα κράτη θα ανταπεξέλθουν σχετικά καλύτερα αν οι ηγεσίες τους – πρωτίστως οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες – καταδείξουν ρεαλισμό, αξιοπιστία και την ικανότητα να κατευθύνουν τις οικονομίες, μέσα από τον μετασχηματισμό τους στην επόμενη ημέρα μετά τη λήξη της κρίσης.
*Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών