Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μία άλλη κανονικότητα από αυτή του… Αλέξη Τσίπρα θέλουν οι Έλληνες, καθώς έρευνα του ΟΟΣΑ καταγράφει με γλαφυρό τρόπο, αφενός τα προβλήματα επιβίωσης που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οι πολίτες και αφετέρου τον πολύ χαμηλό βαθμό ικανοποίησης των πολιτών για τους κυβερνητικούς χειρισμούς σε θέματα συντάξεων, υγείας και εργασίας.
Την ίδια ώρα, ξεπερνά το 90% το ποσοστό των Ελλήνων που νιώθει οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια, όντας το υψηλότερο στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Μπορεί οι Έλληνες να πνίγονται στην υπερφορολόγηση, έχοντας βιώσει τη μεγαλύτερη και βαθύτερη κρίση που έχει καταγραφεί σε καιρό ειρήνης, ωστόσο εμφανίζονται διατεθειμένοι να πληρώσουν ακόμη περισσότερους φόρους με αντάλλαγμα καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες υγείας. Δηλώνουν, επίσης, οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια, εμφανίζοντας το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 21 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ που πήραν μέρος στην έρευνα που εξετάζει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πολίτες και τις προσδοκίες που έχουν από την κυβέρνηση.
Όσο... δύσκολο και αν είναι να δηλώνει κάποιος πλήρως ευχαριστημένος με την κυβέρνησή του, στην ερώτηση «πιστεύετε ότι η κυβέρνηση πρέπει να κάνει λιγότερα, περισσότερα ή τα ίδια για να διασφαλίσει την οικονομική και κοινωνική σας ασφάλεια;» οι Έλληνες απαντούν «περισσότερα» σε ποσοστό άνω του 90%. Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κάποιος ότι δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη που να μην ζητούν περισσότερα σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής ασφάλειας. Στην έρευνα, παρατηρούμε ότι μόνο στη Γαλλία και στη Δανία το ποσοστό των πολιτών που δεν ζητούν περισσότερα ξεπερνά το 50%. Παρ'' όλα αυτά, η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό, με δεύτερη τη Χιλή, τρίτο το Μεξικό και τέταρτη την Πορτογαλία, ενώ την πεντάδα συμπληρώνει η Λιθουανία.
Οκτώ στους δέκα Έλληνες, επίσης, νιώθουν ότι τα χρήματα που πληρώνουν σε δυσβάσταχτους φόρους και εισφορές πέφτουν σε έναν… κουβά χωρίς πάτο, από τη στιγμή που οι κοινωνικές παροχές και οι δημόσιες υπηρεσίες είναι χαμηλής ποιότητας. Στις περισσότερες χώρες η πλειονότητα των πολιτών δηλώνει δυσαρέσκεια αναφορικά με τις παροχές που απολαμβάνουν σε σύγκριση με τους φόρους που πληρώνουν, με εξαίρεση τη Δανία και τη Νορβηγία. Η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό δυσαρέσκειας, το οποίο αγγίζει το 80%, όταν στη Δανία και τη Νορβηγία είναι χαμηλότερο του 40%
Τα υπόλοιπα στοιχεία της έρευνας είναι εξίσου εντυπωσιακά:
-Σε ποσοστό 48% οι Έλληνες εμφανίζονται διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερους φόρους για καλύτερη δημόσια Υγεία. Το μεγαλύτερο ποσοστό παρατηρείται στην Ιρλανδία (51%) και ακολουθεί η Πορτογαλία (49%).
-Οι Έλληνες είναι οι λιγότερο ευχαριστημένοι με το επίπεδο και την ποιότητα της απασχόλησης, με ποσοστό 8%, όταν σε γενικές γραμμές το ποσοστό ικανοποίηση είναι ελαφρώς χαμηλότερο από 30%.
-Ξεπερνά το 70% το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνει ότι μετά βίας καλύπτει τα έξοδά του παρά το γεγονός ότι εργάζεται, όντας το υψηλότερο στην έρευνα. Δεύτερη είναι η Ιταλία με ποσοστό 56%, ενώ σε Μεξικό, Πολωνία και Λιθουανία ξεπερνά το 50%.
-Η δυσαρέσκεια για την προσβασιμότητα σε ποιοτική και φθηνή μακροχρόνια φροντίδα για τους ηλικιωμένους ξεπερνά το 60% στην Ελλάδα, στη Χιλή, στην Πολωνία και στην Πορτογαλία, αποδεικνύοντας ότι η φροντίδα των ηλικιωμένων αποτελεί σήμερα μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τα μέλη του ΟΟΣΑ, πόσο μάλλον σε χώρες όπως η Ελλάδα που αντιμετωπίζουν σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα.
-Σε ποσοστό 70% οι Έλληνες δεν πιστεύουν ότι η υφιστάμενη κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των πολιτών όταν σχεδιάζει ή αλλάζει τις κρατικές παροχές. Υψηλότερο ποσοστό εμφανίζει η Σλοβενία (80%), η Λιθουανία (79%), η Γαλλία και το Ισραήλ. Υπάρχουν και χώρες στις οποίες οι πολίτες νιώθουν ότι η κυβέρνηση τους ακούει. Αυτές είναι ο Καναδάς, η Δανία, η Νορβηγία και η Ολλανδία.
-Πρέπει η κυβέρνηση να φορολογεί περισσότερο τους πλούσιους για να προσφέρει στήριξη στους φτωχούς; Το ποσοστό των ερωτηθέντων που απαντάει «ναι» ή «σίγουρα ναι» ξεπερνά το 50% σε όλες τις χώρες, ωστόσο ξεχωρίζουν τα ποσοστά σε Ελλάδα, Γερμανία, Πορτογαλία και Σλοβενία που ξεπερνούν το 75%.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δύο κύματα, την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2018 σε δείγμα 22.000 ατόμων ηλικίας 18-70 ετών από 21 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Οι χώρες αυτές είναι οι Αυστρία, Βέλγιο, Καναδάς, Χιλή, Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισραήλ, Ιρλανδία, Ιταλία, Λιθουανία, Μεξικό, Ολλανδία, Νορβηγία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία και ΗΠΑ. Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για τις κοινωνικές και οικονομικές τους ανησυχίες, για το πόσο καλά ενεργεί η κυβέρνηση στις ανάγκες και στις προσδοκίες τους και για τις πολιτικές που θα ήθελαν να δουν στο μέλλον.