Μπορεί οι ελληνικοί τίτλοι να μην έχουν ξεφύγει ακόμη επισήμως από την κατηγορία των «σκουπιδιών», όπως χαρακτηρίζονται οι αξιολογήσεις που είναι χαμηλότερες από την επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο η ελληνική οικονομία θεωρείται ότι έχει ήδη μπει στην τελική ευθεία για την οριστική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δημοσιεύματα όπως το χθεσινό των Financial Times ή της γερμανικής FAZ αποδεικνύουν αυτό που βλέπουν οι αγορές αλλά διστάζουν να αναγνωρίσουν οι οίκοι αξιολόγησης: ότι η ελληνική οικονομία έχει επιστρέψει στα ραντάρ των επενδυτών.
Η ING παρομοίασε τα ελληνικά ομόλογα με τα γερμανικά (αλλά με «αναβολικά» εννοώντας ότι είναι εν μέρει τεχνητή η δυναμική τους), ενώ οι FT έκαναν λόγο για ασφαλές καταφύγιο, επισημαίνοντας ότι δείχνουν τόσο ισχυρά γιατί ευνοούνται από τη δίψα των επενδυτών για θετικές αποδόσεις στη ζώνη του ευρώ. Το κέρδος για την Ελλάδα είναι ότι ακόμη κι έτσι, οι ελληνικοί τίτλοι μπαίνουν πλέον στην ίδια κατηγορία με τους ιταλικούς και μάλιστα με πολύ καλύτερες προοπτικές λόγω της πολιτικής σταθερότητας και της εφαρμογής φιλικών προς την επιχειρηματικότητα πολιτικών.
Υπάρχει όμως και ένας ακόμη παράγοντας: η προοπτική αναβάθμισης μέσα στους επόμενους μήνες, όπως η εκτίμηση αναλυτών για αναβάθμιση από την S&P ή την DBRS τον Απρίλιο και η πρόβλεψη της Citi για διπλή αναβάθμιση από την Fitch το καλοκαίρι . Η αισιοδοξία ότι τα καλύτερα για την Ελλάδα είναι μπροστά είναι αυτό που λείπει από το Investment case της Ιταλίας και κάνει πιο ελκυστικά τα ελληνικά ομόλογα.
Αναλυτές που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις σημειώνουν ότι η Ελλάδα στην ουσία ποτέ δεν ανήκε στα χαμηλότερα σκαλοπάτια των αξιολογήσεων με βάση μία σειρά δεικτών, όπως το διαθέσιμο εισόδημα, όμως τα ομόλογά της ήταν λογικό να παραμείνουν μία δεκαετία στην κατηγορία junk εξαιτίας της χρεοκοπίας, του PSI και των γεγονότων του 2015.
«Αυτό που οδηγεί σήμερα τις διαθέσεις των επενδυτών απέναντι στους ελληνικούς τίτλους και στην οικονομία γενικότερα είναι οι προσδοκίες για μία σειρά θετικών εξελίξεων που αναμένεται να λάβουν χώρα στους προσεχείς μήνες», τονίζει αναλυτής γνωστού οίκου με έδρα το City του Λονδίνου. «Το χρηματιστήριο δεν ακολουθεί το συγκεκριμένο μοτίβο για δύο λόγους», προσθέτει. Όπως εξηγεί, ο πρώτος είναι τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου, αφού παρά τον Ηρακλή είναι ακόμη περιορισμένη η ορατότητα σχετικά με τις κεφαλαιακές επιπτώσεις που θα έχει η συνολική διαδικασία μείωσης των «κόκκινων» δανείων και ο δεύτερος είναι ότι τα ομόλογα έχουν μπροστά τους την προοπτική του QE, που αλλάζει τα δεδομένα.
«Είτε οι αναβαθμίσεις έρθουν το ερχόμενο καλοκαίρι είτε στις αρχές του 2021, οι πιθανότητες η ΕΚΤ να ξεκινήσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα είναι αυξημένες και γι’ αυτό το λόγο η σύγκλιση των αποδόσεων με την υπόλοιπη Ευρωζώνη γίνεται τόσο γρήγορα».
Μάλιστα, όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς να προεξοφλεί κανείς ότι θα συμφωνήσουν οι Ευρωπαίοι στη μείωση των πλεονασμάτων, μία εξέλιξη που αν λάβει χώρα μέσα στο 2020 αναμένεται να… αλλάξει επίπεδο την ελληνική οικονομία. Αφενός γιατί σε επίπεδο κλίματος θα πιστοποιείται η «επιστροφή» της Ελλάδας σε στόχους που δεν θυμίζουν μνημόνια ή ενισχυμένη εποπτεία και αφετέρου επειδή η μείωση δημιουργεί αρκετά μεγάλο δημοσιονομικό χώρο που μπορεί να εκτοξεύσει την ανάπτυξη.
Είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια τόσο που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όσο και οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι προχωρούν σε προς τα πάνω αναθεώρηση των προβλέψεών τους για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αποδεικνύοντας ότι η κυβερνητική πολιτική στον τομέα της οικονομίας έχει αποτελέσματα και δημιουργεί προσδοκίες για ακόμη καλύτερες ημέρες. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει ανάπτυξη 2,8% το 2020 και η Κομισιόν 2,4%, ήταν η πρώτη φορά που οι Βρυξέλλες ενέκριναν τόσο γρήγορα τις πολιτικές του επόμενου έτους, υποδεικνύοντας ότι αυτό που ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η κατεύθυνση που ακολουθεί η Ελλάδα και όχι τόσο τα νούμερα.
Το ερώτημα που παραμένει είναι κατά πόσο η ελληνική οικονομία έχει τη δυναμική να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης που θα επαναφέρουν ταχύτερα το ΑΕΠ προς τα προ κρίσης επίπεδα, μετά από σωρευτική πτώση της τάξης του 26%. Το βασικό στοιχείο που παρακολουθούν σήμερα οι αναλυτές είναι αν θα μπορέσει να σπάσει ο κύκλος των απαισιόδοξων προβλέψεων που θέλουν την Ελλάδα να αναπτύσσεται μακροπρόθεσμα με ρυθμούς πέριξ του 1%, να ξεφύγει δηλαδή από τη θανάσιμη στασιμότητα, όπως αυτή που βλέπουμε στην Ιταλία εδώ και περίπου 15 χρόνια.