Τα πρώτα αισιόδοξα μηνύματα για την επιστροφή της οικονομικής δραστηριότητας σε φυσιολογικά επίπεδα αρχίζουν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ο σύνθετος δείκτης PMI της IHS Markit για την Ευρωζώνη έδειξε σημαντική ανάκαμψη τον Ιούνιο, ενώ η παγκόσμια έρευνα ρίσκου της Oxford Economics αποκαλύπτει ότι περιορίζεται η απαισιοδοξία στην αγορά και πλέον οι επιχειρηματίες βλέπουν έξοδο από την κρίση μετά τον Οκτώβριο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πέρασαν περίπου τρεις μήνες καταστροφικών προβλέψεων και ορισμένων εκ των χειρότερων οικονομικών στοιχείων που έχουν καταγραφεί ποτέ, με τον Απρίλιο να αποδεικνύεται ένας μήνας που θα μείνει στην ιστορία λόγω της οικονομικής κατάρρευσης και τον Ιούνιο να θεωρείται ο πρώτος μήνας ουσιαστικής ανάκαμψης.
Με βάση τα προκαταρκτικά στοιχεία του σύνθετου PMI για την Ευρωζώνη – ενός δείκτη που ουσιαστικά αντανακλά το βάθος της οικονομικής δραστηριότητας – σημειώθηκε ανάκαμψη στο 47,5 τον Ιούνιο, έναντι 31,9 τον Μάιο και 13,6 (!) τον Απρίλιο που είναι και ιστορικό χαμηλό. Ο δείκτης δεν κατάφερε να ξεπεράσει το επίπεδο του 50, που χωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση της δραστηριότητας, αλλά δεν παύει να αντιστοιχεί σε σημαντική ανάκαμψη.
Αναμφίβολα η ανάκαμψη του Ιουνίου αποτελεί μία πολύ καλή είδηση. Ωστόσο, τα υφιστάμενα δεδομένα δεν απαντούν στο βασικότερο ερώτημα: Πόσο βαθύ είναι το τραύμα που θα αφήσει η κρίση του κορονοϊού; Θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε τις εξελίξεις της περιόδου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου για να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Σήμερα, πάντως, τα δύο τρίτα ενός γκρουπ επιχειρήσεων με συνολικό τζίρο άνω των 2 τρισ. δολαρίων που απασχολούν πάνω από 6 εκατομμύρια εργαζόμενους εκτιμούν ότι η παγκόσμια οικονομία θα βγει από την ύφεση το αργότερο στο δ’ τρίμηνο του 2020. Όπως προκύπτει από την έρευνα «Global Risk Survey» της Oxford Economics που διενεργήθηκε στις 17-19 Ιουνίου, για το μήνα Μάιο, η απαισιοδοξία των επιχειρήσεων έχει περιοριστεί για πρώτη φορά από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Σε ποσοστό 43% οι συμμετέχοντας δηλώνουν πιο αισιόδοξοι από τον περασμένο μήνα.
Με μία πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία της Markit, γίνεται αντιληπτό ότι η οικονομία ναι μεν ανακάμπτει, ωστόσο ακόμη δεν αναπτύσσεται. Έχει πολύ μεγάλη διαφορά η οικονομική δραστηριότητα των τελευταίων εβδομάδων, σε σύγκριση με τον «παγωμένο» Απρίλιο, όμως και πάλι τόσο ο κλάδος της μεταποίησης όσο και των υπηρεσιών δεν κατάφεραν τον Ιούνιο να αναπτυχθούν έναντι του κακού Μαΐου. Λείπουν αρκετά κρίσιμα «συστατικά» για να περάσουμε από τη φάση της ανάκαμψης σε εκείνη της ισχυρής ανάπτυξης. Διότι είναι άλλο να καταγράφεται ανάκαμψη από το πρωτοφανές «πάγωμα» του Απριλίου – λογικό καθώς αίρονται οι περιορισμοί – και άλλο να σημειώνεται αύξηση της δραστηριότητας.
Μπορεί όμως να συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό η ανάκαμψη; Αυτός είναι ένας από τους κρίσιμους γρίφους των επόμενων μηνών καθώς τα προβλήματα είναι δεδομένα. Η ανεργία έχει εκτιναχθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πολλές επιχειρήσεις παραμένουν κλειστές (ο τουρισμός είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για την Ελλάδα), ενώ η πτώση της ζήτησης σε σύγκριση με τα προ κορονοϊού επίπεδα έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός νέου περιβάλλοντος «κανονικότητας» με… χαμηλότερες ταχύτητες. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι αμφίβολο το κατά πόσο θα καταφέρουν οι οικονομίες να βρουν τα πατήματά τους και να επανέλθουν σύντομα στον Ιανουάριο του 2020.
Ένα ακόμη συμπέρασμα είναι πως οι προοπτικές ανάκαμψης τύπου V έχουν εξασθενήσει πλήρως. Στην έρευνα της Oxford Economics, περίπου το 45% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι η ανάκαμψη θα έχει σχήμα «U», ενώ το ποσοστό όσων βλέπουν ανάκαμψη τύπου «W» (σχετίζεται κυρίως με ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας) είναι διπλάσιο των πολύ αισιόδοξων που βλέπουν γρήγορη ανάκαμψη τύπου «V».
Το lockdown επέφερε σημαντικό πλήγμα στην πλευρά της προσφοράς όμως αυτό το προσωρινής φύσης σοκ αναπόφευκτα προκαλεί πληγές και στην πλευρά της ζήτησης. Όπως εκτιμά ο Ιταλός οικονομολόγος Λορέντζο Κοντόνιο, αυτό που θα δούμε να συμβαίνει είναι κάποιες επιχειρήσεις να βάζουν λουκέτο, να συντελείται ανακατανομή στην οικονομία και στην αγορά εργασίας να υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που δεν θα καταφέρουν να βρουν άμεσα δουλειά. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η προσοχή στρέφεται στην πλευρά της ζήτησης, με τους καταναλωτές να αποφεύγουν κυρίως τις μεγάλης αξίας αγορές και τις επιχειρήσεις να αναβάλλουν επενδυτικές κινήσεις.