Έναν μήνα πριν τις εκλογές στη Γερμανία, οι αρχηγοί των παραδοσιακών κομμάτων προσπαθούν να εμπνεύσουν αισιοδοξία στους ψηφοφόρους τους για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας. Όμως, τα προγράμματά τους δεν είναι σίγουρο πως έχουν λάβει υπόψη τους το μέγεθος των οικονομικών προκλήσεων.
Οι γερμανικές βουλευτικές εκλογές θα γίνουν στις 23 Φεβρουαρίου και λογικά ο συνασπισμός που κυβέρνησε από το φθινόπωρο του 2021 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2024 δεν πρόκειται να επανέλθει στην εξουσία. Σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις, ο συνασπισμός της CDU (Χριστιανοδημοκρατική Ένωση) με τη CSU (Χριστιανοκοινωνική Ένωση), με υποψήφιο καγκελάριο τον Friedrich Merz συγκεντρώνει κοντά στο 30% των προτιμήσεων των ψηφοφόρων, με τα τρία επόμενα κόμματα να βρίσκονται σχετικά κοντά μεταξύ τους.
Το «αντισυστημικό» και ξενοφοβικό AfD με την υποψήφια καγκελάριο Alice Weidel βρίσκεται στη δεύτερη θέση με ποσοστά κοντά στο 20%, το σοσιαλδημοκρατικό SPD του απερχόμενου και εκ νέου υποψήφιου καγκελάριου Olaf Scholz κινείται κοντά στο 17% και ο συνασπισμός των πρασίνων με υποψήφιο καγκελάριο τον απερχόμενο αντικαγκελάριο Robert Habeck είναι λίγο πιο κάτω, περίπου στο 14%. Αυτά είναι τα τέσσερα κόμματα/συνασπισμοί που θα καταφέρουν με βεβαιότητα να εισέλθουν στην Ομοσπονδιακή Βουλή περνώντας το όριο του 5%, καθώς τα επόμενα τρία, ο συνασπισμός της Sahra Wagenknecht (BSW), το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα τα καταφέρουν.
Η κατάσταση στη Γερμανία είναι τέτοια που οι επικείμενες εκλογές έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι συνήθως. Η αδυναμία της γερμανικής οικονομίας να αναπτυχθεί, τα προβλήματα πολλών μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας, η πίεση που δέχεται η χώρα, μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, ο απειλούμενος διεθνής εμπορικός πόλεμος, καθώς και ο σοβαρός προβληματισμός της γερμανικής κοινωνίας σχετικά με το ζήτημα της μετανάστευσης είναι κάποια από τα πολύ σοβαρά ζητήματα που απασχολούν τους υποψήφιους και τους ψηφοφόρους.
Σήμερα θα προσπαθήσουμε να δούμε τα βασικά, από οικονομική σκοπιά, σημεία των προεκλογικών προγραμμάτων των τριών από τα τέσσερα μεγαλύτερα κόμματα, καθώς η δέσμευση του AfD για έξοδο της Γερμανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και ο εθνικιστικός αντιευρωπαϊκός του χαρακτήρας κάνουν οποιαδήποτε συνεργασία με τα άλλα τρία κόμματα εντελώς αδύνατη. Ούτως ή άλλως και τα τρία έχουν δεσμευθεί ξεκάθαρα πως δεν πρόκειται να συνεργαστούν μετεκλογικά με το AfD και την Alice Weidel, όσο μεγάλο ποσοστό και να επιτύχει στις εκλογές.
Πριν προχωρήσουμε παραπέρα, πρέπει να επισημάνουμε πως και οι τρεις αρχηγοί, ο Friedrich Merz, ο Olaf Scholz και ο Robert Habeck, βρέθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ (WEF) στο Νταβός της Ελβετίας και στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ (WEF) την προηγούμενη Τρίτη, για να παρουσιάσουν τα οικονομικά τους προγράμματα στη διεθνή οικονομική, τραπεζική και χρηματιστηριακή κοινότητα και να προσπαθήσουν να δείξουν πως τα σχέδιά τους για την τόνωση της οικονομίας μπορούν να φέρουν γρήγορα αποτελέσματα.
Σύμφωνα με μία σύντομη περιγραφή του Bloomberg, ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού προγράμματος του Merz στηρίζεται στην υπόσχεση για σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πολίτες με υψηλά εισοδήματα και τις επιχειρήσεις, καθώς και στην παροχή κινήτρων για αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας. Ο ίδιος υπόσχεται και την αύξηση των αμυντικών δαπανών, αλλά δεν ξεκαθαρίζει τον τρόπο με τον οποίον θα χρηματοδοτηθούν.
Ούτε ξεκαθαρίζει την θέση του σχετικά με το περίφημο «φρένο στο χρέος» το οποίο κάνει πολύ πιο δύσκολη τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων σε έργα υποδομής για τα επόμενα χρόνια αλλά και τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών, παρά το γεγονός πως παραδέχεται πως το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, κοντά στο 62% του ΑΕΠ αυτή την περίοδο, είναι πολύ χαμηλό σχετικά με τις περισσότερες άλλες χώρες.
Από τη μεριά του ο Scholz υπόσχεται τη δημιουργία ενός ταμείου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα χρηματοδοτηθεί με την ανάληψη δανεισμού από το γερμανικό δημόσιο. Αυτό το ταμείο θα χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων σε έργα υποδομής σε διάφορους τομείς και για την παροχή ενισχύσεων στις επιχειρήσεις που προχωρούν σε επενδυτικές δαπάνες. Ο Scholz κατηγορεί τον Merz πως οι φορολογικές ελαφρύνσεις στους πλούσιους θα κοστίσουν στους περισσότερους πολίτες περικοπές στις συντάξεις και τις υπηρεσίες υγείας και περίθαλψης.
Ο ίδιος υπόσχεται μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στο 95% των πολιτών, αύξηση των παροχών στις οικογένειες με παιδιά και μείωση της φορολογίας σε βασικά τρόφιμα. Σχετικά με το «φρένο», το οποίο στην ουσία περιορίζει τη δυνατότητα του δημοσίου να δανειστεί από τις αγορές, προτείνει μία ήπια μεταρρύθμισή του, χωρίς όμως να είναι ακόμα σαφές πως θα γίνει.
Από τη δική του πλευρά, ο Habeck είναι αρκετά ξεκάθαρος και υποστηρίζει την ουσιαστική χαλάρωση του φρένου στον δανεισμό προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες δαπάνες. Προτείνει την επιδότηση του 10% κάθε επένδυσης που θα γίνεται στη Γερμανία, εκτός από τις επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία. Υπόσχεται επίσης την παροχή φορολογικών κινήτρων σε πολίτες μικρών και μεσαίων εισοδημάτων προκειμένου να αγοράσουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τη δημιουργία ενός ταμείου που θα χρηματοδοτηθεί από δημόσιους πόρους και θα επενδύει στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές προκειμένου να ενισχυθούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Όλα αυτά είναι αρκετά ενδιαφέροντα και λογικά ένας συνδυασμός τους θα αποτελέσει τη βάση του κυβερνητικού προγράμματος του συνασπισμού που θα προκύψει από τις εκλογές, καθώς είναι αδύνατον να υπάρξει μονοκομματική κυβέρνηση. Ανεξάρτητα όμως από το αν στον συνασπισμό θα συμμετάσχουν και τα τρία παραπάνω κόμματα ή όχι, είναι φανερό πως τα οικονομικά τους προγράμματα δεν απαντούν σε μερικά πολύ σοβαρά ερωτήματα.
Ένα από αυτά είναι το αν θα προχωρήσουν στις διαρθρωτικές αλλαγές τις οποίες κρίνει απόλυτα απαραίτητες ο επικεφαλής της Bundesbank Joachim Nagel προκειμένου να σταθεί και πάλι στα πόδια της η αδύναμη οικονομία. Ένα άλλο έχει σχέση με τον τρόπο με τον οποίον θα αντιμετωπιστεί η έλλειψη εργατικών χεριών σε αρκετούς κρίσιμους τομείς της οικονομίας, καθώς ο πληθυσμός της χώρας δεν αυξάνεται και η λύση της εξεύρεσης εργαζομένων μέσω της μετανάστευσης φαίνεται αυτή τη στιγμή πολιτικά μη εφικτή.
Το τελευταίο εξαιρετικά σημαντικό ερώτημα έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών και των άλλων μέτρων που έχουν εξαγγείλει τα τρία παραπάνω κόμματα, καθώς όλα αυτά συνδυάζονται και με κάποιου τύπου φορολογικές ελαφρύνσεις και παροχές. Όπως επισήμανε την προηγούμενη εβδομάδα ο Pierre Briancon του Reuters Breakingviews, οι αμυντικές δαπάνες, οι οποίες είναι βέβαιο πως θα πρέπει να αυξηθούν δεδομένων των γεωπολιτικών συνθηκών και οι πολύ μεγάλες δημόσιες επενδύσεις τις οποίες έχει ανάγκη η χώρα, δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν επαρκώς όσο υπάρχει το φρένο στο χρέος, ειδικά αν η οικονομία συνεχίζει να έχει αναιμική ανάπτυξη.
Καθώς για την κατάργηση ή τη σημαντική χαλάρωση του φρένου απαιτείται η έγκριση των δύο τρίτων των μελών του Κοινοβουλίου, αυτό δε φαίνεται καθόλου εύκολο αυτή τη στιγμή. Και όσο δε γίνεται ουσιαστική συζήτηση πάνω στο θέμα, η κατάσταση στη Γερμανία μας θυμίζει αυτό που πολλές φορές λέγεται σχετικά με την προσπάθεια κάποιων να κάνουν πως δε βλέπουν τον ελέφαντα που έχει γεμίσει με την παρουσία του ένα δωμάτιο.