Ανακοινώθηκαν από τις αρμόδιες κινεζικές αρχές τα στοιχεία γύρω από τις εισαγωγές και τις εξαγωγές προϊόντων για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Το πρώτο πράγμα που έκανε εντύπωση είναι το γεγονός πως η συνολική δολαριακή αξία των εξαγωγών της χώρας σημείωσε ετήσια πτώση για πρώτη φορά από το 2016.
Η συνολική αξία των προϊόντων που πούλησε η Κίνα στον υπόλοιπο κόσμο ανήλθε στα 3,38 τρισεκατομμύρια δολάρια και ήταν 4,6% χαμηλότερη από την αντίστοιχη για το 2022, η οποία ήταν η καλύτερη όλων των εποχών. Όπως διαβάζουμε στο Bloomberg, η μειωμένη αξία εξαγωγών οφείλεται από τη μία μεριά στην επίδραση των υψηλών επιτοκίων στις δυτικές οικονομίες και από την άλλη στο γεγονός πως το 2022 ήταν ακόμα έντονα αισθητή η επίδραση της πανδημίας η οποία είχε αυξήσει τη ζήτηση για μεγάλο αριθμό προϊόντων.
Παρά την πτώση κατά 4,6% σε σχέση με το 2022, η εξαγωγική επίδοση ήταν η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών, με αυτήν του 2021 να ακολουθεί ελάχιστα πιο χαμηλά. Πτώση σημείωσε και η αξία των προϊόντων που εισήχθησαν στην Κίνα. Τα 2,56 τρισεκατομμύρια δολάρια ήταν κατά 5,5% χαμηλότερα από την επίδοση του 2022 και αποτελούν την τρίτη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, με το 2021 να είναι πολύ κοντά στο 2022.
Πολύ εύκολα μπορούμε να δούμε πως η Κίνα έχει πετύχει και για τις τρεις χρονιές ένα πολύ υψηλό εμπορικό πλεόνασμα. Τα 823 δισεκατομμύρια δολάρια είναι ελάχιστα πιο χαμηλά από το πλεόνασμα των 838 δισεκατομμυρίων δολαρίων του 2022 αλλά αρκετά πιο πάνω από τα 670 δισεκατομμύρια του 2021. Το θέμα μας όμως σήμερα δεν είναι τόσο το τεράστιο πλεόνασμα του κινεζικού εμπορίου, με το οποίο ίσως ασχοληθούμε μία άλλη φορά.
Αυτό που μας έκανε εντύπωση διαβάζοντας στο Bloomberg περισσότερες λεπτομέρειες από τις ανακοινώσεις των αρχών, ήταν το γεγονός πως για πρώτη φορά παρατηρήθηκε το εξής: οι εξαγωγές από την Κίνα προς τις ΗΠΑ ήταν χαμηλότερης αξίας από αυτές προς τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας που αποτελούν την ομάδα Asean (οι χώρες αυτές είναι το Μπρουνέι, η Καμπότζη, η Ινδονησία, το Λάος, η Μαλαισία, η Μυανμάρ, οι Φιλιππίνες, η Σινγκαπούρη, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ).
Από τα επίσημα στοιχεία των κινεζικών τελωνείων μπορούμε να δούμε πως από το 2005 μέχρι σήμερα οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ήταν πάντα μεγαλύτερες από αυτές προς τις χώρες της ομάδας Asean. Η διαφορά ήταν κάποτε πολύ μεγάλη αλλά τα τελευταία χρόνια ήταν φανερό πως αυτές οι δύο ποσότητες είχαν αρχίσει να συγκλίνουν.
Έτσι, οι εξαγωγές προς την Asean έγιναν πλέον συγκρίσιμες με αυτές προς τις ΗΠΑ αλλά και αυτές προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εδώ είναι χρήσιμο να σημειώσουμε πως τα προηγούμενα χρόνια από το 2005 και μετά, την πρώτη θέση κατέλαβαν τις περισσότερες φορές οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αλλά υπήρξαν και μερικές φορές την περίοδο 2007 – 2011 που σε αυτή την θέση βρέθηκαν οι εξαγωγές προς τις χώρες της Ε.Ε.
Για να πάρουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα, για το 2023 η αξία των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ ήταν 500 δισεκατομμύρια δολάρια, αυτών προς την Ε.Ε. ελάχιστα παραπάνω στα 501 δις και αυτών προς τις χώρες του Asean στα 524 δισεκατομμύρια. Για το 2022 οι αντίστοιχες επιδόσεις ήταν 582, 562 και 567 δισεκατομμύρια δολάρια που αποτελούν ιστορικά ρεκόρ και για τις τρεις περιοχές.
Πολύ ενδιαφέρον έχει και μία μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Το 2016 οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ήταν αξίας 385 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προς την Ε.Ε. αξίας 339 δισεκατομμυρίων και προς την Asean 256 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 2010 την πρωτιά είχαν οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. με 311 δισεκατομμύρια, ακολουθούμενες από αυτές προς τις ΗΠΑ με 283 δισεκατομμύρια και από αυτές προς τις χώρες του Asean με 138 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το 2005, που είναι η πιο μακρινή περίοδος για την οποία βρήκαμε στοιχεία, οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ήταν αξίας 163 δισεκατομμυρίων, προς την Ε.Ε. 144 δισεκατομμυρίων και προς την Asean 55 δισεκατομμυρίων.
Από όλα αυτά τα στοιχεία είναι φανερά δύο πράγματα: το πρώτο είναι η συνεχής αύξηση της αξίας των κινεζικών εξαγωγών προς κάθε πλευρά και το δεύτερο ο πολύ μεγάλος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών προς τις χώρες του Asean, σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν προς τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν χρειάζεται και πολύ να καταλάβουμε πως σταδιακά αλλά ξεκάθαρα αυξάνει η σημασία των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας ως εμπορικών εταίρων της Κίνας και μειώνεται η αντίστοιχη των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένουν πάρα πολύ σημαντικοί εμπορικοί εταίροι για την Κίνα αλλά είναι ξεκάθαρο πως με την πάροδο του χρόνου την θέση τους παίρνουν άλλοι. Όχι μόνο οι χώρες του Asean αλλά και οι υπόλοιπες ασιατικές χώρες και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Επανερχόμενοι στα ιστορικά στοιχεία, βλέπουμε πως το 2005 οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιστοιχούσαν στο 21,4% του συνόλου των κινεζικών εξαγωγών, αυτές προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιστοιχούσαν στο 18,39% και αυτές προς τις χώρες του Asean στο 7,22%. Το 2023 αυτά τα ποσοστά είχαν γίνει 14,79%, 14, 82% και 15,50% αντίστοιχα. Με λίγα λόγια, οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας έχουν πλέον το ίδιο βάρος με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ και κάτι μας λέει πως σύντομα θα τις ξεπεράσουν ακόμα περισσότερο σε σημασία για την Κίνα.
Πριν προχωρήσουμε όμως πρέπει να επισημάνουμε πως τα πράγματα μπορεί να μην είναι τόσο απλά όσο φαίνονται από την πρώτη ματιά. Είναι κοινό μυστικό πως η Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ αλλά και το Μεξικό, χώρες που αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία ως εμπορικοί εταίροι της Κίνας, πραγματοποιούν σημαντικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Αυτό δείχνει πως μέρος των προϊόντων που φτάνει από την Κίνα προς αυτές τις δύο χώρες εξάγεται κατόπιν στις ΗΠΑ.
Εφόσον αυτό αληθεύει, σημαίνει πως οι πραγματικές - άμεσες και έμμεσες - εξαγωγές προς τις ΗΠΑ είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερης αξίας από αυτές που φαίνονται στα επίσημα κινεζικά στοιχεία. Καθώς όμως βλέπουμε πως το σύνολο των κινεζικών εξαγωγών προς το Βιετνάμ και το Μεξικό δεν ξεπέρασε τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια αντιλαμβανόμαστε πως οι «έμμεσες» εξαγωγές δεν είναι τόσες ώστε να αλλάζουν τη γενική εικόνα.
Η οποία γενική εικόνα μας δείχνει σαφώς πως καθώς αναπτύσσονται οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και άλλων περιοχών που κάποτε θεωρούντο από εμάς στη Δύση ως φτωχοί συγγενείς, αυξάνεται όλο και περισσότερο η συμμετοχή τους στη διεθνή οικονομία και μειώνεται η εξάρτηση των δικών τους οικονομιών από τις δυτικές χώρες.
Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός πως ο πληθυσμός αυτών των χωρών αυξάνεται συνεχώς και πως μεγάλο μέρος των νέων ανθρώπων αποκτά υψηλού επιπέδου μόρφωση και εκπαίδευση, είναι λογικό να υποθέσουμε πως αυτή η τάση που μόλις περιγράψαμε είναι εξαιρετικά πιθανόν να γίνει ακόμα πιο έντονη στο μέλλον. Αν αυτό σημαίνει πως οι δυτικές χώρες θα περάσουν σταδιακά στην θέση των «φτωχών συγγενών» είναι κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε. Θα είμαστε όμως ειλικρινείς αν ομολογήσουμε πως δεν θα μας εκπλήξει καθόλου.